ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...

Εκβιάζοντας τον Ουρανό για ένα Θαύμα

Προχωρούσε στον δρόμο σκυφτή, μουτρωμένη, ρουφώντας ενοχλητικά τη μύτη της κάθε φορά που συναντούσε κάποιον στο περασμά της, σα να ήθελε να τον προκαλέσει και με αυτόν τον πρωτότυπο, απωθητικό τρόπο να τον ενημερώσει ότι ήταν πολύ ενοχλημένη.

Με ποιον ήταν ενοχλημένη;

Ρούφηξε μια ακόμη φορά τη μύτη της και κοίταξε τον Ουρανό με παράπονο:

"Ένα θαύμα σου ζητάω, ένα μικρό, ταπεινό θαύμα που ασφαλώς θα είναι ασήμαντο για Σένα".

Φαίνεται ότι το αίτημά της γι αυτό το θαύμα δεν είχε γίνει αποδεκτό, γι αυτό και κοίταζε επίμονα τον Ουρανό, σα μικρό παιδάκι που ζητάει μια καραμέλα από τον πατέρα του (τόσο δύσκολο επιτέλους είναι να του δώσει μια καραμέλα;) κι αυτός αρνείται, αγνώντας το.

"Έγινα καλύτερη, έκοψα μαχαίρι τις κακές μου συνήθειες... όχι όλες, τις περισσότερες όμως σίγουρα! Συμπεριφέρομαι "σαν άνθρωπος", όλοι το παραδέχονται αυτό, κι αν θέλεις να ξέρεις μερικοί γελάνε με την απότομη μεταστροφή μου. Και τί κατάλαβα; Τίποτα! Σα να προσπαθείς να με πείσεις για την αδιαφορία Σου".

Ίσως, με το δίκαιο των ανθρώπων, την τετραγωνισμένη περιοριστική ανθρώπινη λογική να είχε δίκιο. Μήπως όμως εκβίαζε τον Ουρανό με την στάση της; Ώρες-ώρες φερόταν σα να κοίταζε το ρολόι της χρονομετρώντας μια καλή συμπεριφορά με διάρκεια λήξης. Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα κι αν η αισθητή βελτίωσή της ήταν επίπλαστη, δε θα έπρεπε ο Υψηλός Κριτής να της το αναγνωρίσει και να την επιβραβεύσει; Ποιος ξέρει, ίσως τελικά αυτή η επιβράβευση να την οδηγούσε σε μια ειλικρινή αλλαγή πορείας στον τρόπο που αντιμετώπιζε την ζωή της. Περπατούσε κοιτάζοντας τριγύρω της χωρίς να βλέπει τίποτα και κανέναν. Η εικόνα ενός σκευρωμένου άντρα σ' ένα κρεββάτι νοσοκομείου χτυπούσε δειλά το παράθυρο των προβολών της ψυχής της, αλλά κάθε φορά που γινόταν ενοχλητική, έσβυνε το κάρβουνο στη μηχανή προβολής. Και μετά, πάλι σκοτάδι. Ένα σκοτάδι παράξενο, όχι αυτό το κατάμαυρο που νομίζουν μερικοί (οι άβρεχτοι από ζωή!), ένα άλλο, ώρες-ώρες φωτεινό, με χρώματα που εναλάσσονται σε ξέφρενους ρυθμούς .. Αυτό το σκοτάδι είχε και ήχους. Κι αν δεν ήταν κανείς εκπαιδευμένος στις ασκήσεις Αληθινής Ζωής, θα μπορούσε να τους μπερδέψει με τους ήχους της άλλης ζωής, αυτής που μας περιβάλλει και μας κάνει να πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε στα δρώμενα...

Σ' ένα τέτοιο σκοτάδι ζούσε και τώρα καθισμένη σ' ένα παγκάκι στο πάρκο. Ένα σκοτάδι με χρώματα απογευματινά σε απόχρωση ήλιου που ετοιμάζεται να κοιμηθεί (στα μάτια των ανθρώπων γιατί στην πραγματικότητα ο ήλιος μένει πάντα ξύπνιος...) και ήχους από νεαρές γυναίκες που συζητούν για ασήμαντα πράγματα...

Πώς το ήξερε ότι ήταν ασήμαντα τα πράγματα που συζητούσαν οι γυναίκες;

Μα, από τους διαπεραστικούς ήχους των φωνών και την επιφανειακή ευτυχία που ανέδιδαν, δεν είχε καμμία αμφιβολία ότι συζητούσαν για ασήμαντα πράγματα. Άκουγε αλλά δεν συγκρατούσε τίποτα. Οι λέξεις έφταναν στ' αυτιά της σαν απομαγνητισμένες μαγνητοταινίες που ακούγονται άδειες, όταν παίζονται στο μαγνητόφωνο της ζωής της. Είχε στραμμένη την συγκέντρωσή της σε αυτό που α-παι-τού-σε από τον Ουρανό: ένα

"Θαύμα, είναι θαύμα!"

Η εκστόμιση της μαγικής λέξης από τη νεαρή γυναίκα που καθόταν στο παγκάκι πίσω της την επανέφερε βίαια σ' έναν κόσμο από τον οποίο είχε αποσυνδεθεί τον τελευταίο καιρό.

Κοίταξε πίσω της με αγωνία, περιμένοντας τη μεγάλη Αποκάλυψη:

"Θαύμα, είναι θαύμα. Σε κομψαίνει καταπληκτικά. Αυτό το ρούχο γεννήθηκε για σένα, χρυσό μου!"

Μ' ένα βρυχηθμό πληγωμένου αγριμιού ξαναγύριζε βιαστικά στο σκοτάδι της, δίνοντας την υπόσχεση στον εαυτό της ότι δε θα ξανα-έδινε σημασία σε ήχους από τον ανόητο κόσμο που την περιέβαλε.

Στην είσοδο του νοσοκομείου είδε έναν γιατρό που συναντούσε τακτικά στους διαδρόμους στο διάστημα της νοσηλείας του συντρόφου της. Μάζεψε όλες τις δυνάμεις της και ρούφηξε τη μύτη της όσο πιο ενοχλητικά μπορούσε. Ο γιατρός γύρισε προς το μέρος της ξαφνιασμένος και την κοίταξε με αηδία. Φαίνεται ότι την αναγνώρισε, γιατί η αηδία έδωσε τη θέση της σε ένα ύφος συμπαθείας που της θύμισε τις γκριμάτσες του Λουΐ ντε Φυνές όταν ήθελε να δείξει κατανόηση!

Μάλλον του είχε δώσει με πολύ σαφή τρόπο να καταλάβει ότι ήταν πολύ ενοχλημένη με αυτό που συνέβαινε! Και λοιπόν; Μήπως έφταιγε ο γιατρός για ό,τι συνέβαινε ή μήπως αυτός μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό για να διορθώσει τα πράγματα;

Δεν ήταν η ώρα για τέτοιες σκέψεις, ίσως κάποια άλλη στιγμή με καθαρό μυαλό και καλύτερη διάθεση... ποτέ, μάλλον! Προχώρησε βιαστικά προς το δωμάτιο του συντρόφου της. Πριν μπει και τον συναντήσει, σκούπισε το πρόσωπό της και φόρεσε το πιο ανέμελο χαμόγελο που μπορούσε.

"Πώς είμαστε σήμερα; Είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές και να σηκώσω όλο το νοσοκομείο στο πόδι;"

Ο σκεβρωμένος άνδρας άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. Μάζεψε τις δυνάμεις του και της έκανε νόημα να πλησιάσει κοντά του για να τον ακούσει.

Καθώς έσκυβε για να τον ακούσει της έκανε εντύπωσε το βλέμμα του. Τα μάτια του της φάνηκαν... χαμογελαστά (έτσι της φάνηκαν!) και καθώς τον πλησίαζε ένιωσε μια παράξενη ηρεμία να χτυπάει την πόρτα της ψυχής της.

- ...μα

- Τι λες, δεν άκουσα καλά.

- ...μα

Προσπάθησε να επεξεργαστεί το τμήμα της λέξης του που έφτασε στ' αυτιά της. Το έκανε όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό που οι δυνάμεις τον εγκατέλειπαν.

Μια τρυφερή σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Όχι σιωπή αμηχανίας, περισσότερο στιγμιαία παύση για επανασύνταξη σκέψεων και συναισθημάτων. Ο καθένας τους, έφερε στο μυαλό του σαν προβολή στιγμών ζωής σε κινηματογραφική μουβιόλα τα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια, από την στιγμή που είχε γίνει η μοιραία διάγνωση. Οι εικόνες πέρασαν γρήγορα και άφησαν πίσω τους μια ξεκάθαρη αίσθηση αυτών που ήθελε ο ένας να μοιραστεί με τον άλλον.

Ο άντρας ανασηκώθηκε από το κρεββάτι σα να πήρε δύναμη από ένα αόρατο χέρι που τον έσπρωχνε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε με σχεδόν δυνατή φωνή:

- Είμαι θαύμα, δεν πονάω, δεν φοβάμαι και δε θέλω να βλέπω το πρόσωπό σου λυπημένο.

- .........

- Άκουσέ με, είμαι θαύμα! Να είδες, χρησιμοποίησα αυτήν την λέξη που δεν την χρησιμοποιώ ποτέ... "θαύμα"!

Εγκατέλειψε το νοσοκομείο με μια παράξενη αίσθηση λύτρωσης.

Ο σύντροφός της έφυγε για Μακριά δύο εβδομάδες αργότερα.

Από εκείνη τη μέρα δεν ξανα-απαίτησε ποτέ ένα θαύμα από τον Ουρανό...

Φίλοι επισκέπτες των ΣΤΙΓΜΩΝ: όσο κι αν το σκηνικό των νοσοκομείων ή των ασθενών είναι στενάχωρο, μη μένετε στον περιβάλλοντα χώρο των ιστοριών μου... αλλού βρίσκεται η ουσία, όπως τουλάχιστον εγώ προσπαθώ να την καταθέσω. Η αναζήτηση όμως ενός θαύματος, πιστέψτε με, πιο εύκολα αναδύεται υπό τις συνθήκες του παραπάνω διηγήματος.


Επιμύθιο

Το θαύμα: Δε θέλω να έρθει ευγενικά και να με συναντήσει μετά από προκαθορισμένο rendez-vous. Θέλω να με καταλάβει εξαπίνης, να ξεδιπλωθεί μπροστά μου εκεί που δεν το περιμένω.

Δεν χρειάζεται όταν θα συμβεί να αναβοσβήνουν μπροστά στα μάτια μου πολύχρωμα λαμπιόνια με την ένδειξη «θαύμα»! Ας έρθει ταπεινά, ανύποπτα και το κυριότερο: δεν είναι εκ των ών ουκ άνευ για εμένα να συνειδητοποιήσω από την πρώτη στιγμή ότι μπροστά στα μάτια μου συντελείται ένα θαύμα... ας σχηματιστεί η εικόνα του θαύματος σιγά-σιγά στον ουρανό μου σαν ουράνιο τόξο.

Κ.Ι.


23/11/2005: Μια σκέψη

Ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου της Λιλής Ζωγράφου «Ο ηλιοπότης Ελύτης», (ξανα) βρήκα μια Αλήθεια της Ζωής:
Το θαύμα δεν μας το δίνει κανείς και θα το βρούμε μόνο αν το περιέχουμε στις δικές μας αισθήσεις.
Για κάποιον -αδιευκρίνιστο- λόγο αισθάνομαι ότι αυτή η αλήθεια αγγίζει το κείμενό μου.

^