ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...

Δημιουργώντας ανθρώπινη επικοινωνία εκ του μηδενός!

Οι δύο κύριοι περίμεναν στο βενζινάδικο τον τρίτο της παρέας που είχε πεταχθεί στην τουαλέτα του πρατηρίου για προσωρινή ανακούφιση. Η ομάδα είχε ολοκληρώσει στο Άργος ένα αρκετά έντονο πρόγραμμα επισκέψεων στο δίκτυο της Πελοπονήσου και τα μέλη της είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ευχαριστημένα.

Ο τοπικός λαχειοπώλης πλησίασε το αυτοκίνητο κοιτάζοντας εξονυχιστικά τα πρόσωπα των επίδοξων πελατών του. Χαμογέλασε σεμνά, αποκαλύπτοντας την –μη- οδοντοστοιχία του και τα δύο-τρία μαύρα δόντια που δειγματολειπτικά εκτίθονταν πίσω από τα χείλη του.

Ο Αλέκος ένοιωσε να ξυπνάει μέσα του ο ανηλεής πλακατζής κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Γύρισε προς την πλευρά του οδηγού:

- Δεν το πιστεύω! Αντρέα κοίτα ποιος είναι εδώ!

Ο λαχειοπώλης γούρλωσε τα μάτια του με ένα ύφος «δε μιλάτε σε εμένα, έτσι δεν είναι;».

- Τον βλέπεις, Αντρέα; Αυτός είναι σίγουρα!

Ο λαχειοπώλης έκανε τρία βήματα προς τα πίσω. Γι αυτόν μιλούσαν, ήταν πλέον σίγουρος. Ο Αλέκος στη θέση του συνοδηγού είχε αφηνιάσει, ενώ ο Αντρέας κοιτούσε τη μια τον Αλέκο, την άλλη το τιμόνι ενώ κάπου-κάπου έριχνε κλεφτές ματιές προς την μεριά του λαχειοπώλη, προσπαθώντας να καταλάβει τί είχε στο μυαλό του αυτήν τη φορά ο Αλέκος.

- Ναι, ναι φίλε μου, σ' εσένα μιλάω, εσένα με τα λαχεία... Αχ πόσο θα χαρεί ο Γιάννης αν σε δει!

- Εμένα λέτε;

- Σ' εσένα, βέβαια, σε ποιον άλλον. Εσύ δεν είσαι ο.......σπάω το καφέλι μου αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά σου.

- Ο Κώστας είμαι.

- Και βέβαια είσαι ο Κώστας! Ο Κώστας ο λαχειοπώλης από το Άργος, ο λεβέντης με τα τυχερά λαχεία. Όλο για σένα μιλάει ο Γιάννης, τί πλάκες κάνετε, τί ωραία που περνάτε και –για να μην ξεχνιόμαστε!- τί τυχερά λαχεία που του δίνεις.

- Για μένα τα λέει αυτά ο Γιάννης;

- Για ποιον άλλον; Εσύ δεν είσαι ο Κώστας ο λαχειοπώλης από το Άργος;

- Εγώ είμαι βέβαια!

Ο λαχειοπώλης δεν είχε κανένα σκοπό να αφήσει κάποιον άλλον να του πάρει τη θέση στην καρδιά του Γιάννη. Τόσες πλάκες είχαν κάνει (αν δεν τις θυμόταν επακριβώς), τόσα τυχερά λαχεία του είχε δώσει (αν και δεν είχε κερδίσει ποτέ κάποιος πελάτης του τα τελευταία είκοσι χρόνια...), ήταν δυνατόν να απεμπολήσει τη θέση στην καρδιά του Γιάννη που με τόσο κόπο είχε κερδίσει;

- Κώστα, ο Γιάννης πετάχτηκε μέχρι την τουαλέτα (έδειξε με έμφαση προς τη μεριά όπου βρισκόταν η τουαλέτα) αλλά όπου νάναι θα έρθει. Δε μπορείς να φανταστείς τί χαρά θα κάνει αν σε δει!

Τα πνιχτά γέλια του Ανδρέα τα αγνόησε ο Κώστας ο λαχειοπώλης. Εκεί, στην κατεύθυνση που του είχε δείξει ο Αλέκος βρισκόταν ο φίλος του ο Γιάννης. Πόση χαρά είχε πάρει!

- Δε θα πας να τον περιμένεις; Βρε Κώστα μήπως εσύ δεν το συμπαθείς πολύ τον Γιάννη; Ή μήπως δεν τον θυμάσαι καν;

Ο Κώστας με ύφος ελαφρά προσβεβλημμένο έκανε ένα αποχαιρετιστήριο νόημα στον Αλέκο και κατευθύνθηκε βιαστικά προς τον χώρο της τουαλέττας για να προϋπαντήσει τον -χαμένο για τόσο καιρό- φίλο του.

(Από εδώ και πέρα δεν μπορούμε να έχουμε «ήχο» από τα όσα συνέβησαν. Παρακολουθούμε απλώς τα γεγονότα σαν πλάνα από την κάμερα στατικού σκηνοθέτη.)

Ο Γιάννης βρήκε ανακουφισμένος από την τουαλέτα. Την ώρα που πήγαινε να συναντήσει τους φίλους του που τον περίμεναν στο αυτοκίνητο, δέχτηκε μια επίθεση αγάπης από τον λαχειοπώλη. Ο Κώστας τον αγκάλιασε και τον φίλησε και μετά με ένθερμες χειρονομίες του έδειχνε πόσο χαρούμενος ήταν που τον ξανάβλεπε.

Στην αρχή ο Γιάννης ήταν διστακτικός, αυτή είναι η αλήθεια. Σιγά-σιγά όμως έγινε και ο ίδιος πιο διαχυτικός.

Θα πρέπει να μιλούσαν περί τα δέκα λεπτά. Ο Αλέκος και ο Ανδρέας είχαν μείνει ακίνητοι στο αυτοκίνητο παρακολουθώντας τους δύο -εντελώς!- άγνωστους άντρες να συνομιλούν σαν παλιοί φίλοι. Τί έλεγαν, ποτέ δε θα μάθουμε. Και δεν έχει σημασία, σε τελική ανάλυση. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Γιάννης γύρισε στο αυτοκίνητο φορτωμένος με δύο δεσμίδες λαχεία (παράξενο, ο Γιάννης δεν αγόραζε ποτέ λαχεία!).

- Ποιος ήταν αυτός, βρε Γιάννη; Αλήθεια, γιατί πήρες τόοοοοσα λαχεία, εσύ ποτέ δεν αγοράζεις λαχεία.

Ο Αλέκος φορούσε στο πρόσωπό του ένα αγνό ύφος γεμάτο ενδιαφέρον. Ο Γιάννης τον κοίταξε με πολύ σοβαρό ύφος σα να επρόκειτο να αποκαλύψει κάποιο επτασφράγιστο μυστικό και του είπε με χαμηλή φωνή:

- Ένας φίλος, ένας παλιός φίλος, τί να σου λέω τώρα. Έχω πολλούς φίλους εγώ! Κι αυτά τα λαχεία, αν θέλεις να ξέρεις, είναι πολύ τυχερά...


ΥΣΤ. Η ιστορία είναι αυθεντική και οι κειμενογραφικές επεμβάσεις μου δεν επηρεάζουν την ουσία, αλλά μόνο τον τρόπο που αυτή αναδύεται από κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί «αστειάκι». Όσο το σκέφτομαι, είναι μια άσκηση ανθρώπινης επικοινωνίας εκ του μηδενός!

Για σένα, Αλέκο...

^