ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Μέλλον; Πιο μέλλον;

 
 

Έσβησε τα φώτα. Ήθελε να βλέπει πιο καθαρά και το σκηνικό του θεάτρου του παραλόγου που τον περιέβαλε τον εμπόδιζε. Τώρα μάλιστα, τώρα ήταν καλύτερα.

Όχι εντελώς, όμως. Μικρές δέσμες φωτός έβρισκαν τρόπο να εισβάλλουν στο δωμάτιό του, μάλλον ήταν από τα φώτα του δρόμου απέναντι από το παράθυρό του που έβρισκαν τον τρόπο να κάνουν αισθητή την ενοχλητική παρουσία τους. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου. Πολύ καλύτερα, τώρα ήταν σχεδόν τέλεια.

Δεν είναι καθόλου παράξενο που βλέπω καλύτερα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Βλέπω με τα μάτια της ψυχής, βλέπω μόνο αυτά που είναι αληθινά για εμένα, όχι αυτά που μου προβάλλουν οι άλλοι.

Ήσυχος που μπόρεσε να κρατήσει έξω από το οπτικό του πεδίο τα ενοχλητικά εξωτερικά ερεθίσματα, αναστέναξε. Ήταν άραγε από ανακούφιση που είχε κάνει τον χώρο γύρω του όπως τον επιθυμούσε; Όχι, δεν ήταν αυτό! Την ίδια διαδικασία εξάλλου την επαναλάμβανε καθημερινά -ιδιαίτερα τα βράδια οπότε το σκοτάδι ήταν σύμμαχος στην προσπάθεια για επίτευξη του τέλειου σκοτεινιάσματος - αλλά σήμερα ήταν όλα διαφορετικά.

Κάτι προσπαθούσε να δραπετεύσει από τα βαθειά κελιά της ψυχής του, κάτι που είχε μείνει εκεί αιχμαλωτισμένο για πολύ καιρό και είχε έρθει πλέον η ώρα να αναδυθεί στο Φως. Ο κόσμος «έξω», ένας κόσμος γεμάτος φώτα και φωνές θα τρόμαζε αυτό το αγρίμι που είχε λουφάξει στην ψυχή του, γι αυτό προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα οικείο περιβάλλον. Σε έναν τόπο σκοταδιού και απόλυτης σιωπής το αγρίμι θα αισθανόταν πιο άνετα και δειλά-δειλά θα ξεπρόβαλε, έτσι πίστευε.

Η αληθινή γνώση της Ζωής βρισκόταν μέσα του και είχε διατηρηθεί εκεί πειθαρχημένη, σα σε ύπνωση στην απομόνωσή της. Και να, επιτέλους τώρα είχε βρει το κουράγιο να κάνει το μεγάλο βήμα. Σαν αναρριχητής της πιο απόκρημνης πλαγιάς του κόσμου που φτάνει στον τελικό προορισμό του και αδράχνει την στιγμή να δει τι τον περίμενε στο ύψωμα που αποτελούσε τον στόχο της ζωής του.

Τίποτα, δεν είδε τίποτα.

Μέλλον; Ποιο μέλλον; Δεν βλέπω μέλλον, δεν βλέπω τίποτα να με περιμένει! Τι ειρωνεία, προσπαθώ να αποκόψω την είσοδο κάθε αχτίνας φωτός για να βλέπω καθαρά και μόλις τα καταφέρνω, αντικρίζω μόνο σκοτάδι.

Μέλλον; Ποιο μέλλον;

Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε απότομα και λίγο αργότερα και τα φώτα:

- Βρε τρελλαμένε, πάλι στο σκοτάδι είσαι;

Η φωνή της γυναίκας ήταν πολυ αυστηρή αλλά έκρυβε τρυφερότητα.

- Κοίταξέ τον, έχει κατεβάσει τα παντζούρια, έκλεισε τα φώτα και να μη χαλάσει την μαυρίλα, φόρεσε και τα γυαλιά ηλίου! Πού σε βρήκα εσένα, μου λες;

Ο άντρας έβγαλε τα γυαλιά του και έκανε μια αμήχανη προσπάθεια να κρύψει τα χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του

- Πάλι μουντζούρωνες μέσα στο σκοτάδι. Μπορείς να μου πεις, παρακαλώ, τί έγραφες; Γιατί δεν έχω καμία αμφιβολία ότι κανείς δε θα μπορεί να διαβάσει τα ορνιθοσκαλίσματά σου που γράφτηκαν κάτω από τέτοιες συνθήκες... ούτε εσύ ο ίδιος, φυσικά!

Προσπάθησε να της εξηγήσει:

- Κοίτα...

- Εγώ να κοιτάξω, εσύ να κοιτάξεις! Αλλά τί να δεις μέσα σε αυτό το σκοτάδι...

Δεν υπήρχε λόγος να τον πιέσει, δε θα έβγαζε τίποτα. Υπήρχαν πολύ χειρότερες διαστροφές στη ζωή, εξάλλου κατά τα λοιπά ήταν πολύ καλός σύζυγος. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της:

- Λοιπόν την ώρα που έμπαινα στο δωμάτιο σε άκουσα να λες κάτι για «μέλλον». Τι μου επιφυλάσσει το δικό μου μέλλον, λοιπόν;

Ο άνδρας που έκρυβε το αγρίμι στην ψυχή του ήξερε αυτό το ύφος. Σηματοδοτούσε το τέλος του θερμού επεισοδίου και την επαναφορά σ' αυτήν την ζωή. Πήρε ένα ύφος στοχαστικό, άφησε την σκέψη του να περιπλανηθεί στον κυκεώνα των εναλλακτικών επιλογών στη ζωή και τελικά αποφάνθηκε:

- Το μέλλον σου -το άμεσο δηλαδή!- σου επιφυλάσσει ...κινέζικο! Ετοιμάσου, σε πέντε λεπτά φεύγουμε...

 

 
 

^