ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Στο θολωμένο της μυαλό

 
 

- Αυτή η γυναίκα με εκνευρίζει, δε την θέλω στο σπίτι μου!

- Δεν είναι μόνο σπίτι σου... είναι και δικό μου. Κι «αυτή η γυναίκα» είναι ο μόνος άνθρωπος που έχω στον κόσμο!

- Δηλαδή εγώ δεν μετράω, έτσι δεν είναι; Αχάριστη!

Τα τελευταία λόγια αντηχούσαν στο δωμάτιο την ώρα που έκλεινε την πόρτα για να αναζητήσει -προσωρινό- καταφύγιο σε κάποιο μπαρ. Και μετά αρκετές ώρες ποτοθεραείας, η γλυκιά ηρεμία που φέρνει το αλκοόλ ή ίσως οι πιο ψύχραιμες σκέψεις, τον έφερναν πάλι κοντά της. Και το βράδυ στο κρεβάτι, της έλεγε πάντα τα ίδια λόγια: «Συγγνώμη γλυκιά μου, σε παρακαλώ κατάλαβέ με, κάτι παθαίνω όταν γυρνάω κουρασμένος σπίτι και την βλέπω μπροστά μου να κοιτάει με αυτό το άδειο ύφος! Εγώ να πνίγομαι από τα θέματα του γραφείου -ξέρεις ότι βρίσκομαι στην πιο κρίσιμη ίσως στιγμή της καριέρας μου- κι αυτή εκεί να με κοιτάζει σα χάνος –τα λόγια του την πρόσβαλαν, θεία της ήταν στο κάτω-κάτω!- ... συγγνώμη βρε Βέρα, με την τρυφερή έννοια χρησιμοποιώ αυτήν την λέξη. Την αγαπάω τη θεία σου και τη νοιάζομαι, το ξέρεις αυτό». Και μ' αυτά τα λόγια την σκέπαζε και μαζί της σκέπαζε και το μικρό της δράμα στο οποίο συμμετείχε άθελά του. Και έκλειναν τα μάτια για να κοιμηθούν και συγχρόνως έκλειναν τα μάτια για να ξεχάσουν αυτό που συνέβαινε.

Η λέξη «χάνος» πάντως, δεν έχει χρησιμοποιηθεί πουθενά, ποτέ με τρυφερή έννοια. Αυτό, το ήξεραν και οι δύο.

Η θεία της Βέρας ζούσε σε έναν άλλο κόσμο, για τον οποίο κανένας δεν είχε καμία πληροφορία κι η θεία, ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να ρίξει φως σε αυτό το θέμα, δεν ήταν σε θέση να εκφράσει αυτό που είχε στο μυαλό της... στο μυαλό της; Τι ειρωνικό που ακουγόταν! Τον Σάββα δεν το ενδιέφερε τι έλεγαν οι γιατροί για την εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει η άνοια της θείας της Βέρας, αυτό που τον έπνιγε ήταν η καθημερινή της παρουσία στη ζωή του. Τα όσα είχε κάνει για να μεγαλώσει την Βέρα όταν έμεινε ορφανή έσβηναν μονομιάς όταν, γυρνώντας από το γραφείο, την έβρισκε να περιφέρεται άσκοπα στο σπίτι του... έστω, στο σπίτι τους, ήταν και της Βέρας το σπίτι, δεν έπρεπε να ξεχνάει αυτό!

Οι εξελίξεις της ασθενείας της θείας της Βέρας τον τρόμαζαν, δεν ήθελε να σκέφτεται τι τους περίμενε.

Δεν είναι αυτή, σκεφτόταν και το επαναλάμβανε στον εαυτό του μέχρι που το πίστεψε πλέον. Ήταν μια άλλη, μια άγνωστη. Ήταν σκληρός μαζί της, προσβλητικός πολλές φορές. Άλλες φορές πάλι, προσπαθούσε να την αγνοεί, να φαίρεται σα να μην υπήρχε. Και μετά...μετά όταν γυρίζοντας την έβλεπε μπροστά του, της έριχνε αυτό το βλέμμα της απέραντης ενόχλησης για να του ανοίξει τον δρόμο. «Ούτως ή άλλως δεν το καταλαβαίνει» σκεφτόταν.


Εκείνη την μέρα έμεινε στο γραφείο μέχρι αργά. Δε δούλεψε, δε μίλησε στο τηλέφωνο, απλά έμεινε στο γραφείο μέχρι αργά.

Όταν βγήκε από το γραφείο για να πάει στο αυτοκίνητό του, είχε ήδη νυχτώσει. Οι δρόμοι του φάνηκαν έρημοι, περίεργο, τέτοια ώρα θα έπρεπε να έχουν κίνηση. Έμεινε σκεπτικός στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων του: το αυτοκίνητό του, είχε ξεχάσει που είχε αφήσει το αυτοκίνητό του!

Έκανε δυο-τρεις βόλτες το τετράγωνο ελπίζοντας να το δει να προβάλλει μπροστά του, σαν το άλογο που ερχόταν να σώσει τον ήρωα αναβάτη του στις ταινίες γουέστερν... πόσο καθόλου δεν του άρεσαν οι ταινίες γουέστερν!

Θα πρέπει να περιφερόταν άσκοπα περίπου μισή ώρα. Έβαλε τα γέλια, το πάθημά του, του φάνηκε πολύ αστείο. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, στη χειρότερη περίπτωση θα έπαιρνε ένα ταξί για να πάει σπίτι του... μια στιγμή! Που έμενε;

Έμεινε παγωμένος στο θέση του. Το μυαλό του είχε σταματήσει, δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε τη διεύθυνση του σπιτιού του.

Επί τέλους, ένας άνθρωπος πρόβαλε στο απέναντι πεζοδρόμιο! Ένας νεαρός του έκανε νόημα από μακριά, πλησίασε προς τη μεριά του, διέσχισε τον δρόμο και τον χαιρέτισε εγκάρδια:

- Κύριε Λεωνταρίνη, τι γυρεύετε τέτοια ώρα στους δρόμους; Σας αφήνει η γυναίκα σας να μένετε στο γραφείο μέχρι τόσο αργά; Και τα παιδιά σας... τι λένε κι αυτά που ο μπαμπάς δεν είναι σπίτι στην ώρα που πέφτουν για ύπνο;

Ανταπέδωσε τον εγκάρδιο χαιρετισμό στο νεαρό που του έσφιξε το χέρι και απομακρύνθηκε...

Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Του φάνηκε γνωστή φυσιογνωμία, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο γι αυτόν.

Αισθάνθηκε ότι ο κόσμος γύριζε πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Μετά, σκοτάδι.

Δεν υπάρχει λόγος αν ανησυχείτε, άκουσε μια φωνή από πάνω του. Θα σας γίνει μια σύνδεση εικονικής εξομοίωσης με ένα παράπλευρο σε εσάς υποκείμενο που εσείς θεωρείτε ότι βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας.

Τι του είπε αυτή η φωνή; Ήταν πραγματική ή μήπως ήταν δημιούργημα της φαντασίας του; Που βρισκόταν; Γιατί ήταν τόσο σκοτεινά;

Το σκοτάδι γύρω του άρχισε να γυρίζει... πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Μετά, φως.

'Aνοιξε τα μάτια του ανακουφισμένος. Επί τέλους, το όνειρο είχε τελειώσει, βρισκόταν στο σπίτι του. 'Aκουσε την κλειδαριά της πόρτας. Έτρεξε με λαχτάρα να ανοίξει την πόρτα, κάποιος βρισκόταν έξω, έπρεπε να τον υποδεχτεί.

Μόλις άνοιξε την πόρτα, είδε έναν άντρα να τον κοιτάει βλοσυρά. Τον ήξερε αυτόν τον άντρα, ήταν σίγουρος γι αυτό! Γιατί με κοιτάζει έτσι, σκέφτηκε, τι του έχω κάνει; Ο άντρας τον έσπρωξε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Σαν φτερό στο άνεμο, το σπρώξιμο του άντρα τον παρέσυρε και τον πέταξε κάτω. Παράξενο, είχε περάσει πολλές ώρες στο γυμναστήριο για να είναι αρκετά δυνατός ώστε να μη μπορεί κανείς να τον απωθεί.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να σηκωθεί για να ρωτήσει αυτόν τον αγενή άνθρωπο γιατί του είχε φερθεί τόσο σκληρά χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, το βλέμμα του έπεσε στο καθρέφτη που βρισκόταν στο χώρο της εισόδου: Μια μεσήλικας γυναίκα τον κοίταζε με ένα βλέμμα γεμάτο πόνο κι απορία, σα να του λέει: γιατί μου το κάνει αυτό;

Παραπατώντας σηκώθηκε και πλησίασε τον άντρα που είχε γυρίσει το κεφάλι του και δεν του έδινε σημασία.

Ξαφνικά ο άντρας γύρισε κι άρχισε να τον χτυπάει. Δυνατά, πιο δυνατά. Ζαλισμένος από τα χτυπήματα, προσπάθησε να φυλαχτεί από το μένος του. Πριν χάσει για μια ακόμη φορά τις αισθήσεις του, άκουσε τη φωνή του άντρα -αλήθεια, πολύ γνωστή φωνή του φάνηκε- να ουρλιάζει: δε σε αντέχω, δε σε αντέχω!


- Σάββα, τι έπαθες, είσαι καλά;

Βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα του σαλονιού του. Κοίταξε προς το μέρος απ΄ όπου ακούστηκε η φωνή: η Βέρα τον κοιτούσε με την αγωνία σχηματισμένη στο πρόσωπό της.

- Μια χαρά είμαι, γιατί ρωτάς;

- 'Aκου λέει γιατί ρωτάω! Παραπάτησες κι έπεσες με το κεφάλι. Έμεινες λιπόθυμος δέκα λεπτά. Έχω φωνάξει το 166, πρέπει να πάμε να σε κοιτάξουν σε κάποιο νοσοκομείο.

- Μια χαρά είμαι, πάρτους τηλέφωνο κι ακύρωσέ το, να πάνε οι άνθρωποι κάπου που να τους έχουν αληθινά ανάγκη.

Σηκώθηκε, βεβαιώθηκε χαμογελώντας ότι όλα τα μέλη του ήταν στη θέση τους και ξανακοίταξε γύρω του: η Βέρα έδειχνε ανακουφισμένη. Πίσω της βρισκόταν η θεία της που τον κοιτούσε στα μάτια. Περίεργο, για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό το πρόσωπό της δεν ήταν ανέκφραστο, κάτι είδε σ' αυτό... συμπάθεια για το πάθημά του, αγωνία για την κατάστασή του, δεν ήταν σίγουρος, δε μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα που του έστελνε η γυναίκα.

Την πλησίασε φιλικά. Έχοντας πολύ καιρό να αντιμετωπίσει φιλική μεταχείριση από τον Σάββα, η γυναίκα έκανε δυο μικρά βήματα προς τα πίσω φοβισμένη.

- Βρε θεια, εγώ είμαι ο Σάββας. Με φοβάσαι;

Τον κοίταξε διστακτικά και του χαμογέλασε.

- Έλα εδώ βρε να τα πούμε, έχω να σου πω κάτι μυστικά, αλλά δε θέλω να μας ακούει η ανιψούλα σου. Αυτά θα είναι τα μυστικά μας, μόνο εγώ κι εσύ θα τα ξέρουμε, της είπε δίνοντάς το χέρι του.

Μπορεί τον τελευταίο καιρό η θεία να μην πλησίαζε κανένα εκτός από τη Βέρα, αλλά εκείνη την ώρα του έδωσε το χέρι της χωρίς να το σκεφτεί.

Αγκαλιασμένοι μπήκαν στο σαλόνι. Η Βέρα σταυροκοπιόταν: Κάτι έπαθε από το χτύπημα στο κεφάλι, σκεφτόταν, δεν εξηγείται διαφορετικά.

- Λοιπόν θεία, ξέρω πως αισθάνεσαι. Μη με ρωτήσεις ποιος μου το είπε... δεν ξέρω, στ' αλήθεια δεν ξέρω! Ξέρω μόνο ότι δεν σου φέρομαι πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Ούτε εγώ, ούτε οι άλλοι. Σε καταλαβαίνω, πάει και τελείωσε!

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της γυναίκας είχαν μαλακώσει. Δεν ήταν πλέον σαν αγρίμι, ούτε σα χάνος, όπως έλεγε «χαϊδευτικά» ο Σάββας. Δε μίλησε, είχε πολύ καιρό εξάλλου να μιλήσει εξάλλου... ο κόσμος της πρέπει να ήταν ένας κόσμος σιωπής.

- Μη μου λες τίποτα, αισθάνομαι ότι με καταλαβαίνεις. Καημενούλα μου, σε έχουν πιάσει όλοι και σε χτυπάμε. Κι εσύ κάθεσαι και μας ανέχεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα.

- Και φωνάζετε...

- Ναι, σε χτυπάμε καημενούλα μου και φωνάζουμε.

Ο Σάββας έκανε μια επίθεση αγάπης στη θεία της Βέρας και ήταν αποφασισμένος να φτάσει αυτήν την επίθεση αγάπης μέχρι το τέλος, αποδεχόμενος κάθε απάντησή της, όσο απίθανη κι αν ήταν. Δε θα τη μάλωνε, δε θα την ειρωνευόταν αυτήν την φορά, θα άκουγε με προσοχή ό,τι κι αν του έλεγε.

- Που λες, σε χτυπάμε καημενούλα μου και φωνάζουμε.

- Ναι, φωνάζετε.. δε σε αντέχω, δε σε αντέχω! Όλο έτσι φωνάζετε.

 
 

^