ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Τι κοιτάζεις, παππού;

 
 

- Τι κοιτάζεις, παππού;

Ο ηλικιωμένος άνδρας γύρισε προς τη μεριά απ' όπου ακούστηκε η τρυφερή παιδική φωνή: ο εγγονός του τον κοιτούσε ερευνητικά, περιμένοντας με ανυπομονησία την απάντησή του για να σβήσει, έστω και πρόσκαιρα, την ασίγαστη ανάγκη του να μάθει τα πάντα.

- Τη ζωή.

Ο μικρός οπισθοχώρησε αμήχανα. Ο παππούς είχε προφανώς χρησιμοποιήσει την συνήθη τακτική των μεγάλων όταν δεν ήξεραν τι να απαντήσουν και έλεγαν μια-δυο γενικές και βαρύγδουπες λέξεις που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει όπως ήθελε.

Κοίταξε προς τη μεριά της πλαγιάς που βρισκόταν μπροστά στην πολυθρόνα του παππού, ανασκουμπώθηκε και ξαναπλησίασε προς τη μεριά του:

- Παππού, εγώ δεν βλέπω τη ζωή εκεί που κοιτάζεις. Μια πλαγιά με δέντρα βλέπω και μια λίμνη.

Ο παππούς χαμογέλασε. Δεν είχε δώσει αυτήν την απάντηση για να μπερδέψει τον εγγονό του, εξάλλου μετά τον θάνατο του γιου του, ο γιος του γιου του ήταν δυό φορές παιδί του. Αυτό έβλεπε μπροστά του, αυτό του είπε.

- Αυτό που βλέπουμε εμείς, δεν είναι υποχρεωτικά αυτό που βλέπουν οι άλλοι... Έλα, κάθισε μαζί μου για να σου εξηγήσω τι βλέπει ο τρελό-παππούς σου. Έχω την ελπίδα ότι εσύ θα καταλάβεις.

Ο ηλικιωμένος κοίταξε προσεκτικά προς τη μεριά της πλαγιάς που απλωνόταν μπροστά του. Μια γαλήνια λίμνη τον χώριζε το βουνό απέναντι. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την συνταξιοδότησή του, περνούσε ώρες ατέλειωτες αγναντεύοντας την πλαγιά λες και περίμενε κάποιο σημάδι της φύσης να του στείλει ένα μήνυμα.

- Λοιπόν αγόρι μου, αυτό που βλέπεις δεν είναι απλά μια πλαγιά. Δεν είναι μόνο μια ωραία εικόνα που με ηρεμεί και μου φτιάχνει την διάθεση.

Τα μάτια του νεαρού έλαμψαν. Η ψυχή του ήταν καθαρή, δεν είχε κανένα λόγο να σκεφτεί πονηρά και να θεωρήσει ότι ο παππούς του έλεγε ψέματα.

- Βλέπεις ότι οι πλαγιές είναι ανθισμένες; Αυτές είναι οι όμορφες στιγμές της ζωής, όπως τώρα, ας πούμε, που καθόμαστε μαζί και συζητάμε. Αυτές οι πλαγιές, οι ίδιες, έρχονται στιγμές που είναι χιονισμένες. Αν τις βλέπεις από μακριά καθισμένος αναπαυτικά στη ζεστή σου πολυθρόνα, μπορεί να σου φανούν όμορφες, αλλά για ρώτα και τα πλάσματα του Θεού που ζούνε μέσα στα χιόνια... τους αρέσει;

- Ναι, αλλά μετά θα ξαναγίνουν ανθισμένες!

- Ακριβώς!

Ο εγγονός του είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα. Ο ηλικιωμένος συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση:

- Βλέπεις λοιπόν ότι η πλαγιά έχει ορισμένα δύσβατα σημεία. Αν τα βλέπεις από μακριά, μπορεί να σου φαίνεται αδύνατον να τα περάσεις. Κι όμως, αν βρεθείς εκεί, ίσως αποδειχτεί ότι τελικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο τα νόμιζες όταν τα κοίταζες καθισμένος στην πολυθρόνα απέναντι.

Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

- Και μετά το σημείο που η πλαγιά είναι απόκρημνη, υπάρχει ένα ίσιωμα, μια καταπράσινη πεδιάδα. Έτσι είναι μετά από κάθε δύσκολη στιγμή, αλλά εμείς οι άνθρωποι, αντί να απολαμβάνουμε την ομορφιά της στιγμής, αγωνιούμε για τη στιγμή που θα ξαναβρούμε μπροστά μας χαράδρες. Πόσο βαρετή όμως θα ήταν η ζωή αν τη ζούσαμε όλη σε ένα ίσιωμα!

- Εμένα παππού μου αρέσει αυτή η ζωή στο ...σιώμα, πώς το είπες; Αυτή μου αρέσει. Δε θέλω γκρεμούς γιατί μπορεί να πέσω και να χτυπήσω.

- Κανείς δε θέλει να πέφτει και να χτυπά, αλλά μερικές φορές είναι χρήσιμο και αυτό, ξέρεις. Κι εξάλλου, έτσι είναι η ζωή, δεν αλλάζει ακόμα κι αν δεν μας αρέσει.

- Και δηλαδή αυτή η πλαγιά είναι η ζωή για όλους;

- Όχι, ο καθένας ζει σε μια πλαγιά, τη δική του πλαγιά...

- Τη δική του ζωή!

- Ναι, αλλά τελικά όλες αυτές οι πλαγιές ανήκουν σε ένα βουνό. Και όλα τα βουνά, ανήκουν σε έναν τόπο, έτσι δεν είναι;

- Αλλά κάθε βουνό έχει την δική του κορυφή, έτσι δεν είναι παππού;

- Ναι, και μόλις κανείς ανέβει στην κορυφή του δικού του βουνού, που θεωρούσε το μοναδικό στον κόσμο, βλέπει από επάνω ένα σωρό άλλες κορυφές στις διπλανές πλαγιές. Αλλά βέβαια, υπάρχουν και κορυφές που δεν τις φθάνουμε, που ποτέ δεν ανεβαίνουμε σε αυτές.

- Γιατί, παππού;

- Γιατί φοβόμαστε, διστάζουμε. Ίσως πάλι γιατί έχουμε άλλα πράγματα στο μυαλό μας κι όλο το αναβάλλουμε. Κι έρχεται κάποια στιγμή που νοιώθουμε ότι δεν μπορούμε να ανέβουμε αυτές τις κορυφές... κι αν μπορούμε, δεν έχει πια νόημα.

- Παππού, ωραία ήταν όλα αυτά αλλά... βαρέθηκα λίγο. Θέλω να πάω μέσα να παίξω με τα παιχνίδια.

- Να πας, ασφαλώς να πας αλλά να θυμάσαι αυτά που είπαμε.

Ο μικρός έφυγε τρέχοντας προς το δωμάτιό του. Ξαφνικά σταμάτησε, έξυσε το κεφάλι του και γύρισε πίσω:

- Βρε παππού, αντί να κάθεσαι εδώ και να βλέπεις τη ζωή σου από μακριά, γιατί δεν δοκιμάζεις να πας απέναντι και να ανέβεις σ' εκείνες τις κορυφές που δεν έχεις πάει ποτέ μέχρι σήμερα;

 
 

^