ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Η Λέσχη της 'Αννας... ή κάπως έτσι

 
 

Καθόταν ακίνητος στο αναπαυτικό κάθισμα της άμαξάς του, αφήνοντας τις σκέψεις του να περνάνε από μπροστά του σαν βέλη που κατευθύνονται κατά κύματα σε πολιορκημένο κάστρο. Δεν κοίταζε έξω, είχε εξάλλου κάνει αυτήν την διαδρομή τόσες φορές που η ομορφιά της φύσης που αντίκρυζε από το παράθυρο της άμαξάς του δεν του προξενούσε καμία εντύπωση.

Στα χέρια του κρατούσε ακόμη την μυστηριώδη επιστολή που του απηύθυναν τα μέλη κάποιας λέσχης που ήθελαν να τον εντάξουν σαν μέλος της. Κανένας δεν μπορούσε να του πει πώς έφτασε η επιστολή στα χέρια του πιστού του υπηρέτη και αμαξά, Γκαστόν, ούτε και ο ίδιος ο απλός άνθρωπος του λαού. Απλώς κάποια στιγμή εμφανίστηκε μπροστά στον κύριό του κρατώντας την επιστολή και όταν τον ρώτησε ο κύριος ντε Μπιεσόν ποιός του την έδωσε, ο Γκαστόν γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να ξύνει επίμονα το κεφάλι του, για να καταλήξει ότι «στ' αλήθεια, δε θυμόταν». Η ευγενική του καταγωγή του κυρίου ντε Μπιεσόν τον έκανε περιζήτητο σε όλες τις λέσχες της εποχής, αλλά το κείμενο αυτής της επιστολής του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον:

Αγαπητέ κύριε ντε Μπιεσόν,

Έφτασε η ώρα σας!

Είμαστε πολύ ευτυχισμένοι που θα σας δεχτούμε στη Λέσχη μας. Πολύ σύντομα θα λάβετε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για τον καινούργιο κόσμο που σας περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, έναν κόσμο όπου ο Χρόνος και ο Χώρος δε θα μπορεί πλέον να σας κρατά δέσμιους σε αυτή τη μικρή Γη, όπου βρίσκεστε σήμερα.

Μετά τιμής
Λέσχη της Α...νας

Από σύμπτωση (;) πάνω στο σημείο της υπογραφής κάποιος αδέξιος είχε ρίξει κρασί και τα γράμματα δεν διαβάζονταν καλά. Το όνομα της λέσχης δεν είχε τόση σημασία, έξάλλου όταν θα ερχόταν η ώρα να τον ενημερώσουν αναλυτικά οι αντιπρόσωποί της για τις δραστηριότητές της, θα το μάθαινε. Πάντως επρόκειτο για τη Λέσχη της 'Αννας ή κάπως έτσι... Επρόκειτο, φαίνεται, για νέα μόδα, οι λέσχες να λαμβάνουν το όνομα κυριών.

Τα μάτια του είχαν αρχίσει να κλείνουν, θα άφηνε τον εαυτό του στην αγκαλιά του Μορφέα μέχρι να φτάσει στο κάστρο. Μια ανάσα πριν από την τελική αγκαλιά, ένας έντονος θόρυβος έφτασε στ' αυτιά του και απόδιωξε το Μορφέα που τον περίμενε υπομονετικά για τον εναγκαλισμό: καλπασμός, αυτό πρέπει να ήταν. Ποιός όμως θα μπορούσε να βρίσκεται σε τόσο μεγάλη βιασύνη;

Ανασηκώθηκε από το αναπαυτικό του κάθισμα και κοίταξε προς το παράθυρο της άμαξάς του: πραγματικά μια άμαξα κατευθυνόταν προς τη μεριά της δικής του με δαιμονιώδη ταχύτητα. Πριν καλά-καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει τί συνέβαινε, η άμαξα πέρασε σαν άνεμος από το πλάι του. Δύο πράγματα του έκαναν μεγάλη εντύπωση, καταρχήν η άμαξα φαινόταν να μην έχει οδηγό και να πηγαίνει ακυβέρνητη. Αλλά πάλι, πώς ήταν δυνατόν τα άλογα να μην έχουν βγεί από τον δρόμο χωρίς τον έλεγχο από το μαστίγιο ενός οδηγού; Ας είναι, ίσως τον είχαν ξεγελάσει τα μάτια του, εξάλλου η άμαξα πέρασε με τόσο μεγάλη ταχύτητα ώστε μπορεί να μην είχε προλάβει να διακρίνει τον οδηγό που ίσως ήταν σκυμμένος, στην προσπάθειά του να σταματήσει τα αφηνιασμένα άλογα. Αλλά το άλλο... γι αυτό ήταν σίγουρος, όταν η άμαξα περνούσε από το πλάι της δικής του, άκουσε γέλια από το εσωτερικό της. Γέλια ξέφρενα, λες και οι επιβάτες έκαναν μια γιορτή, αγνοώντας τον κίνδυνο στον οποίο έθεταν τους εαυτούς τους αλλά και οποιονδήποτε άλλο βρισκόταν στο δρόμο της άμαξάς τους.

- Ασυνείδητοι, μεθυσμένοι νεαροί, σκέφτηκε. Παλιόπαιδα που δεν νοιάζονται παρά μόνο για τον εαυτό τους.

Ξανακάθισε στο κάθισμά του, αλλά ήταν σίγουρος ότι μέχρι να φθάσει στο κάστρο του δε θα μπορούσε να κοιμηθεί, εξαιτίας αυτών των ανοήτων. Με αυτές τις ενοχλητικές σκέψεις, τα μάτια του έκλεισαν...

- Κύριε, με συγχωρείτε που σας ενοχλώ.

'Ανοιξε τα μάτια του και είδε τον οδηγό της άμαξάς του, τον Γκαστόν. Είχαν σταματήσει, αυτό ήταν σίγουρο. Ο Γκαστόν έδειχνε ταραγμένος και στο πρόσωπό του φορούσε ένα απολογητικό ύφος.

- Με συγχωρείτε που σας ξύπνησα, κύριε. Αλλά, μόλις περάσαμε από μια άμαξα που έχει ανατραπεί... θυμάστε μια άμαξα που μας προσπέρασε πριν από δύο περίπου ώρες; Μια άμαξα που πήγαινε σαν τρελλή; Αυτή είναι! Όταν πέρασε δίπλα μας, δεν είδα οδηγό. Φαντάστηκα ότι είχα κάνει λάθος, πώς ήταν δυνατόν μια άμαξα να κινείται ακυβέρνητη; Να όμως που αποδεικνύεται οτι πραγματικά η άμαξα δεν είχε οδηγό. Αν θέλετε, περάστε έξω να δείτε και μόνος σας, καρφώθηκε σε ένα δέντρο στην άκρη του γκρεμού, πώς δεν έπεσε μέσα είναι θαύμα.

Ο κύριος ντε Μπιεσόν σηκώθηκε με μεγαλοπρέπεια από τη θέση του και βγήκε έξω από την άμαξά του. Σαν ευγενής, ένιωθε την ανάγκη να δει τί είχε συμβεί. Να δει μόνο, όχι ασφαλώς και να προσφέρει κάποια βοήθεια. Επειδή ήταν άνθρωπος μεγαλόθυμος, όταν θα έφτανε στον πύργο του, θα έστελνε έναν υποτακτικό του να ειδοποιήσει κάποιον αξιωματικό από την Χωροφυλακή της πλησιέστερης κωμόπολης. Αλλά βέβαια μέχρι εκεί, να βοηθήσει ο ίδιος, όχι! Μια τέτοια χειρονομία θα συνέτεινε στο να μειωθούν οι αποστάσεις μεταξύ των τάξεων και αυτό θα ήταν η αρχή του τέλος των Ευγενών, ήταν σίγουρος γι αυτό. Αλλά μια ματιά στη διαλυμένη άμαξα, στα ματωμένα πτώματα των επιβαινόντων που θα είχαν πεταχτεί έξω μετά τη σύγκρουση, αυτό θα είχε ενδιαφέρον χωρίς αμφιβολία.

Ο Γκαστόν προηγήθηκε του κυρίου του κρατώντας ένα μακρύκανο όπλο που είχε πάντα μαζί του. Πλησίασαν την άμαξα που είχε καρφωθεί σε ένα μεγάλο δέντρο, με την καρδιά τους να χτυπάει ξέφρενα από την αγωνία. Η εικόνα μιας άμαξας χωρίς οδηγό που έτρεχε ξέφρενα με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή μέσα σε δυνατά γέλια όσων επέβαιναν, είχαν εξάψει την φαντασία αφέντη και υπηρέτη. Ο Γκαστόν έφτασε την άμαξα. Περίεργο, δεν υπήρχαν άλογα, πιθανότατα θα είχαν ελευθερωθεί από την σύγκρουση και θα είχαν απομακρυνθεί ανακουφισμένα.

Δεν ακουγόταν τίποτα από το εσωτερικό της άμαξας. Ίσως οι επιβαίνοντες είχαν τραυματιστεί από την σύγκρουση, ίσως βρίσκονταν μέσα στην άμαξα βαριά τραυματισμένοι, μπορεί και νεκροί! Ο Γκαστόν άνοιξε την πόρτα αποφασιστικά, ενώ ο κύριος ντε Μπιεσόν βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας... δεν υπήρχε άλλωστε κανένας λόγος να διακινδυνεύσει για χάρη κάποιων τρελόπαιδων που έκαναν αγώνες με την άμαξα του πατέρα τους.

Ο Γκαστόν ανέβηκε πάνω στην άμαξα. Από το σημείο που βρισκόταν ο κύριος ντε Μπιεσόν δεν μπορούσε να διακρίνει τί συνέβαινε στο εσωτερικό της άμαξας και, όσο ο Γκαστόν καθυστερούσε να βγει, η αγωνία του μεγάλωνε: δεν είχε συνηθίσει να διαχειρίζεται τέτοιου είδους υποθέσεις μόνος του (μήπως άλλωστε η ευγενική του καταγωγή του επέτρεπε να διαχειρίζεται οποιαδήποτε υπόθεση μόνος του;) και όσο ο αμαξάς του αργούσε, τον έζωναν μαύρες σκέψεις.

- Δεν είναι μέσα κανείς κύριε, του είπε ο Γκαστόν που μόλις είχε προβάλει από την πίσω πλευρά της άμαξας. Περίεργο, λες και άνοιξε η γη και τους κατάπιε μουρμούρισε, σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό, σα να προσπαθούσε να μεταφέρει το μυστήριο των εξαφανισμένων επιβατών σε δυνάμεις που υπερέβαιναν τα δικά του μέτρα.

- Μα δεν είναι δυνατόν μετά από ένα τέτοιο χτύπημα -κοίτα πώς έχει γίνει η άμαξα!- να σηκώθηκαν και να έφυγαν! Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι μέσα;

Το ύφος του υπηρέτη τον έπεισε ότι του έλεγε την αλήθεια.

Η σιγή που επικρατούσε στο δάσος διακόπηκε από ένα πνιχτό γέλιο. Αμέσως μετά, ακολούθησε άλλο ένα. Κι άλλο, κι άλλο... Κάποιος, ή μάλλον κάποιοι, βρίσκονταν μέσα στη βλάστηση του δάσους και γελούσαν. Σε βάρος τους; Μα δεν είχαν κάνει τίποτα που να δικαιολογούσε να γελάσει κάποιος σε βάρος τους. Αντίθετα, είχαν σταματήσει για να βοηθήσουν κάποιους συνανθρώπους που ίσως τους είχαν ανάγκη, αυτό ήταν όλο. Τότε, ποιοί θα μπορούσαν να γελάνε μέσα στο δάσος; Και, σε τελική ανάλυση, πώς είχαν βρεθεί εκεί; Το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει η άμαξα ήταν αρκετά μακρυά από το πλησιέστερο χωριό και δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει κάποιον να πάει εκεί, εκτός αν...μα ναι, ήταν προφανές. Τα πνιχτά γέλια που έβγαιναν μέσα από τα δέντρα του δάσους, ανήκαν στους επιβάτες της άμαξας! Τώρα που τα άκουγε καλύτερα ο κύριος ντε Μπιεσόν, συνειδητοποίησε τί του θύμιζαν αυτά τα γέλια... ήταν τα ίδια ακριβώς γέλια με αυτά που ακούγονταν από την άμαξα που τους προσπέρασε λίγο νωρίτερα.

- Γκαστόν, πήγαινε να κοιτάξεις από πού έρχονται αυτά τα γέλια. Μάλλον πίσω από εκείνο το δέντρο ακούγονται, είπε, δείχνοντας την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει ο υπηρέτης του.

Ο Γκαστόν κινήθηκε απρόθυμα να εκτελέσει τις εντολές του αφέντη του. Τον είχε βαρεθεί, τον τελευταίο καιρό οι στιγμές που ο κύριος ντε Μπιεσόν γινόταν αφόρητος, ήταν όλο και πιο συχνές: ώρες-ώρες λες και έχανε την επαφή του -το ενδιαφέρον του το είχε χάσει εδώ και αρκετό καιρό!- με το περιβάλλον του, παρουσίαζε εξωφρενικές μεταπτώσεις στην συμπεριφορά του. Την ώρα που του μιλούσε πολύ σοβαρά, παραδείγματος χάριν, λες και άκουγε (αυτός και μόνον αυτός) ένα αόρατο καμπανάκι που τον έκανε να αλλάζει την συμπεριφορά του. Ασφαλώς δε θα μπορούσε κανείς να έχει απαίτηση από έναν ευγενή να δείχνει σεβασμό σε όσους τον περιτριγύριζαν, η -φαινομενικά αναίτια- αλλαγή όμως της συμπεριφοράς του κυρίου του, προβλημάτιζε τον Γκαστόν.

Την ώρα που ο Γκαστόν έφθασε το δέντρο, ξεπρόβαλλαν μέσα από τους θάμνους τέσσερις αλλόκοτες φιγούρες φωνάζοντας ακατάληπτες λέξεις: μπροστά προχωρούσε ένας ψιλόλογνος άντρας, αδιευκρίνιστης ηλικίας που φαινόταν -από τον τρόπο που τον αντιμετώπιζαν οι άλλοι- να είναι ο αρχηγός. Τα μακριά κατάλευκα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, σα να τα είχε σκορπίσει ένας τυφώνας. Το δεξί του χέρι κρατούσε με τρυφερότητα το αριστερό χέρι μιας πολύ καλοντυμένης γυναίκας, ηλικίας περίπου 60 χρόνων που περπατούσε με δαντελένιες κινήσεις σα να βρισκόταν πάνω στη γέφυρα της ομορφιάς. Ακριβώς πίσω της ακολουθούσε μια κοντόχοντρη ξεδοντιασμένη γυναίκα, που το ντύσιμό της έδινε την εντύπωση ρακοσυλλέκτριας. Η ασυνήθιστη παρέλαση των καρικατούρων της ζωής έκλεινε με έναν πανύψηλο νεαρό άντρα με ξυρισμένο κεφάλι που έκρυβε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του. Κάθε τόσο, άνοιγε δειλά τα δάχτυλά του προσπαθώντας να ξεκλέψει λίγες εικόνες από τον κόσμο που τον περιέβαλε και μετά, γρύλιζε με τρόμο και ξανακάλυπτε τα μάτια του.

Με έναν ακατάληπτο τρόπο στον κύριο ντε Μπιεσόν και τον Γκαστόν, ο αρχηγός αυτής της θλιβερής κουστωδίας έδινε το σύνθημα της αλλαγής στον τρόπο έκφρασης της ομάδας. Τα διαπεραστικά γέλια έδιναν, χωρίς καμία αφορμή, τη θέση τους σε σπαρταριστά κλάματα και κραυγές πόνου. Και μετά από μια τέτοια εναλλαγή εκφράσεων, τάφου άκρα σιωπή. Μια υπόκωφη υπομονετική συγκατάβαση από την πλευρά των μελών της ομάδας, σαν ηθοποιοί που πειθαρχούν στα κελεύσματα του μεγάλου σκηνοθέτη.

Ο κύριος ντε Μπιεσόν και ο Γκαστόν έμειναν παγωμένοι στις θέσεις τους χωρίς να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να κινηθούν. Μια αδιόρατη αίσθηση ματαιότητας της οποιαδήποτε κίνησης, τους είχε κυριεύσει. Ποτέ, πουθενά, κανείς στα χρονικά του κόσμου δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι τόσο αταίριαστες μεταξύ τους ανθρώπινες φιγούρες θα έδεναν αρμονικά σε ένα σύνολο, συμπληρώνοντας το πιο αλλοπρόσαλλο ψηφιδωτό.

- Επιτρέψτε μου να συστηθώ αγαπητέ μου φίλε, είπε ο αρχηγός της ομάδας. Ονομάζομαι Βαρώνος Ντιτάψτ (απόμακρος) και είμαι ο Πρόεδρος της Λέσχης. Θα έχετε ασφαλώς πληροφορηθεί ότι σας επιλέξαμε να γίνετε μέλος της λέσχης μας, έχετε ήδη λάβει και την σχετική επιστολή μας. Η εύθραυστη κυρία στα δεξιά μου είναι η Λαίδη Ντισπέαρ (απόγνωση), γόνος μιας από τις πλέον διάσημες οικογένειες της Αγγλίας. Ακριβώς πίσω της βρίσκεται η κυρία Ντιτζέκτιον (κατάθλιψη)... μην σας τρομάζει η εμφάνισή της, πρόκειται για μια γυναίκα με εντυπωσιακή ακαδημαϊκή καριέρα την οποία εγκατέλειψε για να βρεθεί εδώ, μαζί μας. Και τέλος, ο φίλος μας ο Σουισάινταλ (αυτοκαταστροφικός), τον φωνάζουμε χαϊδευτικά Σούι. Πέρασε σαν στρατιώτης μέσα από τις φλόγες των πολέμων σε κάθε άκρη της γης και τα έβγαλε πέρα, μέχρι που άρχισε ο ίδιος να καταστρέφει τον εαυτό του. Εκείνη την περίοδο, έγινε μέλος της λέσχης μας. Δε μιλάει πολύ, καθόλου για την ακρίβεια, αλλά η παρουσία του μας κάνει όλους να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς. Α, για να μην το ξεχάσω, υπάρχει ένα ακόμα μέλος στη λέσχη μας, η δεσποινίς Ιντίφερανς (αδιαφορία). Εξαιρετική νέα, αλλά κάπως μονόχνωτη. Δεν είναι σήμερα μαζί μας, για να είμαι ειλικρινής δεν ενδιαφερόταν να έρθει... για τίποτα δεν ενδιαφέρεται, δηλαδή. Μην ανησυχείτε όμως, με όλα τα μέλη της λέσχης μας, θα έχετε την ευκαιρία να γνωριστείτε καλύτερα.

- Για να είμαι ειλικρινής απάντησε ο κύριος ντε Μπιεσόν, δεν έχω καταλάβει ακόμα τί κοινό έχω με όλους εσάς και για ποιό λόγο θα πρέπει να γίνω μέλος της λέσχης σας. Δεν αμφιβάλλω ότι είστε όλοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να κατανοήσω τί έχει να μου προσφέρει η λέσχη σας και τί σχέση έχω εγώ με εσάς, σε τελική ανάλυση.

- Τα μέλη της λέσχης μας, αγαπητέ κύριε, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ τους που έχετε και εσείς: μια τάση... ελευθερίας! Ναι, έτσι θα το περιέγραφα, ελευθερίας. Ή καλύτερα, απελευθέρωσης. Αυτό μας ενώνει, ακόμα κι αν σας φαινόμαστε εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Είμαστε απελευθερωμένοι από κουτές συμβατικότητες και επίπλαστους τρόπους συμπεριφοράς που δεν μας οδηγούν πουθενά. Δεν μας ενδιαφέρει τί λένε όσοι βρίσκονται από την άλλη μεριά -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, εμείς έχουμε φθάσει σε κάποιο σημείο υπέρτατης αυτογνωσίας που, δυστυχώς, για τα μάτια του κόσμου μπορεί να σημαίνει απομάκρυνση, απομόνωση, εγκατάλειψη, σκοτάδι, σε τελική ανάλυση. Δεν βρίσκουμε μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτή τη ζωή, το μόνο πράγμα που κάπως μας προξενεί ενδιαφέρον είναι αυτή η λέσχη.

- Μπορεί όποιος επιθυμεί να γίνει μέλος σε αυτήν τη λέσχη;

- Α όχι, πρόκειται για μια «κλειστή» -επιτρέψτε μου τον όρο- λέσχη, τα μέλη της οποίας επιλέγονται «άνωθεν».

- Τί εννοείτε όταν λέτε «άνωθεν»;

- Επεισέρχεστε σε ένα πολύ λεπτό θέμα, για το οποίο δεν γνωρίζω αν πρέπει να ομιλήσω.

Ο Βαρώνος Ντιτάψτ κοίταξε προς την πλευρά των υπολοίπων μελών της λέσχης. Δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να ανοιχτεί τόσο πολύ στο νέο μέλος -μα ναι! Ουσιαστικά ο κύριος ντε Μπιεσόν εθεωρείτο ήδη μέλος- γιατί αν κάτι άλλαζε στην εξέλιξη της πνευματικής του πορείας (είχε συμβεί κάτι τέτοιο μια-δυο φορές στο παρελθόν), οι πληροφορίες που θα του είχαν ήδη παρουσιαστεί, θα έβαζαν σε κίνδυνο την λειτουργία της λέσχης τους. Συγχρόνως βέβαια, αλλά αυτό ήταν ήσσονος σημασίας, θα κατέστρεφαν δια παντός την υπόλοιπη ζωή του παρ' ολίγον μέλους, που θα επέστρεφε στην κοινωνία σαν «νοητικά διασαλευμένος». Με κινήσεις των ματιών τους, όλα τα άλλα μέλη εκδήλωσαν την συμφωνία τους στο να ενημερωθεί ενδελεχώς ο κύριος ντε Μπιεσόν. Ο Βαρώνος Ντιτάψτ φόρεσε ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του και στράφηκε προς τον κύριο ντε Μπιεσόν:

- Σας έλεγα λοιπόν ότι πρόκειται για ένα πολύ λεπτό θέμα, ένα τεράστιο ερώτημα η απάντηση στο οποίο μπορεί να σχετίζεται με τη Μεγάλη Αλήθεια της Ζωής. Γι αυτόν το λόγο είμαστε πολύ προσεκτικοί στα λόγια μας, καταλαβαίνετε ελπίζω ότι με αυτά τα πράγματα δεν μπορούμε να παίζουμε. Καλόν είναι να μην προκαλούμε τις Υπέρτατες Δυνάμεις του κόσμου μας, δε νομίζετε; Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα θέλαμε να μας ακολουθήσετε για να σας προσφέρουμε την ολοκληρωμένη ενημέρωση που λαμβάνουν τα μέλη μας.

- Είναι πολλά τα μέλη της λέσχης σας;

- Εκατομμύρια! Και αναμένονται ακόμα περισσότερα. Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους θα γνωρίσετε στους κόλπους της λέσχης μας, ούτε καν σας περνάει από το μυαλό ποιές μεγάλες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας είναι μέλη μας... και πόσοι άλλοι θα γίνουν! Σας έλεγα λοιπόν, αγαπητέ μου κύριε ντε Μπιεσόν, ότι θα θέλαμε να μας ακολουθήσετε για να γνωριστούμε καλύτερα. Ελάτε, μη διστάζετε, η Γνώση του Απελευθερωμένου Νου σας περιμένει.

- Αν σας ακολουθήσω, θα μπορέσω ποτέ να ξαναγυρίσω στο σπίτι μου;

- Όχι με την συμβατική έννοια του όρου, αλλά σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας βεβαιώσω ότι, μετά την ενημέρωσή μας, δεν θα έχετε πλέον καμία απορία... ούτε και λόγο να αμφιβάλλετε. Για τίποτα...

Τόση ώρα ο Γκαστόν παρακολουθούσε τη συζήτηση σα ναρκωμένος, χωρίς να αντιδρά. Εκείνη την στιγμή όμως, αισθάνθηκε ότι ο αφέντης του βρισκόταν ένα βήμα πριν απομακρυνθεί -οριστικά ίσως- από τον πύργο του και την οικογένειά του.

- Αφέντη! Σε παρακαλώ, μην ακούς τί σου λένε! Μην τους ακολουθήσεις, κινδυνεύεις!

Τα λόγια του Γκαστόν θύμισαν κάτι στο κύριο ντε Μπιεσόν . Κάτι που ήθελε να ρωτήσει οπωσδήποτε τα μέλη της λέσχης:

- Μια στιγμή, αγαπητοί μου. Μια ακόμη ερώτηση πριν σας ακολουθήσω. Μπορώ να αρνηθώ την πρότασή σας;

Ο Βαρώνος Ντιτάψτ, η Λαίδη Ντισπέαρ, η κυρία Ντιτζέκτιον και ο Σουισάινταλ άρχισαν να γελούν δυνατά. Το γέλιο τους ηχούσε σα πένθιμη καμπάνα στα αυτιά του κυρίου ντε Μπιεσόν, τουλάχιστον στο μικρό κομμάτι του εαυτού του που δεν είχε ακόμα κυλήσει στον σκοτεινό κόσμο όπου τίποτα δεν είχε σημασία.

- Μα αγαπητέ μου, ξεχάσατε τί σας είπα πριν από λίγο; Τα μέλη της λέσχης μας επιλέγονται «άνωθεν». Πώς να αρνηθείτε; Ελάτε, υπογράψτε αυτήν τη δήλωση αποδοχής, είπε καθώς έβγαζε από την τσέπη του μια μεγάλη κόλλα χαρτί με κάτι παράξενα σχήματα, και ας προχωρήσουμε. Η ζωή σας θα αλλάξει όσο δεν φαντάζεστε!

Την ώρα που υπέγραφε ο κύριος ντε Μπιεσόν, το μάτι του έπεσε πάνω στο όνομα της λέσχης. Δεν είχε χυθεί κρασί πάνω σε αυτό το έγγραφο, μπορούσε να το δει καθαρά:

Λέσχη της άνοιας

Ο Γκαστόν δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει τί συνέβη στον αφέντη του και πώς εξαφανίστηκε το πτώμα του μετά την σύγκρουση της άμαξάς τους. Ανακρίθηκε για πολλές ώρες, αλλά τίποτα δεν προέκυψε. Στις ερωτήσεις των αστυνομικών, «τί συνέβη στον κύριο ντε Μπιεσόν», γούρλωνε τα μάτια του και άρχισε να ξύνει επίμονα το κεφάλι του, για να καταλήξει ότι «στ' αλήθεια, δε θυμόταν». Κρίθηκε ένοχος, έστω και χωρίς αποδείξεις και απαγχονίστηκε μία εβδομάδα αργότερα.

Κανείς δεν ξαναείδε τον κύριο ντε Μπιεσόν. Τρεις μήνες αργότερα, ωστόσο, ένας αμαξάς κατέθεσε στην αστυνομία ότι μια ακυβέρνητη άμαξα πέρασε σα σίφουνας δίπλα από τη δική του. Μέσα από το εσωτερικό της ακούγονταν γέλια και κλάματα συγχρόνως και, του φάνηκε ότι, κάποια στιγμή είδε από το παράθυρό της, πριν εξαφανιστεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έναν άντρα που έμοιαζε στον κύριο ντε Μπιεσόν να του χαμογελά.

άνοια:(η) ουσ. μωρία | (ιατρ.) βαθμιαία και μόνιμη εξασθένηση των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου

 
 

^