ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Στιγμές στο Δρόμο #2

 
 

Οδηγούσε βαριεστημένα το εντυπωσιακό σπορ αυτοκίνητό του, βυθισμένος στις σκέψεις του. Η δουλειά, οι συζητήσεις με τους φίλους του, οι γυναίκες που τον περιτριγύριζαν. Τί του είχε πει το πρωί η Μπέσυ στο τηλέφωνο; Δε θυμόταν, κάτι προκλητικό και πιθανότατα χυδαίο πρέπει να ήταν, μια από αυτές τις υποσχέσεις, ίσως όχι για χίλιες και μία νύχτες, αλλά πάντως σίγουρα για μία και καλή. Ποιος έχει υπομονή για χίλιες και μία νύχτες με την ίδια γυναίκα, εξάλλου;

Κι αυτή η ιδέα για τη νέα δουλειά ακουγόταν πολύ ενδιαφέρουσα, πρέπει να ήταν καλή ευκαιρία. Αλλά τί ακριβώς του είχε πει ο Πετρίδης; Έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί, αλλά φαίνεται ότι του αρκούσε η ιδέα μιας πολλά υποσχόμενης νέας δουλειάς. Τώρα βέβαια, τί αφορούσε η δουλειά αυτή, όταν ερχόταν η ώρα να αποφασίσει, θα θυμόταν, δε μπορεί.

'Αφησε το δεξί χέρι από το τιμόνι και έπιασε το λαιμό του. Ίσως για κάποιον που δεν ξέρει να ιχνηλατεί τί κρύβεται πίσω από μικρές, φαινομενικά ασήμαντες κινήσεις των ανθρώπων, δε σήμαινε τίποτα αυτό, αλλά για κάποιον που μπορούσε να καταλάβει -πόσοι τέτοιοι υπάρχουν άραγε γύρω μας;- αυτή η κίνηση ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, η περήφανη, γεμάτη αυτοπεποίθηση απόδειξη ότι για έναν τόσο επιτυχημένο άνδρα, δεν χρειάζονταν και τα δύο χέρια στο τιμόνι για να προσφέρει στον εαυτό του μια ακόμα υπέροχη οδηγική εμπειρία.

Συχνά, όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό, σκεφτόταν πόσο κουραστικό ήταν να είναι κανείς τόσο επιτυχημένος και περιζήτητος στη ζωή. Πώς να χωρέσεις τόση ζήτηση μέσα στο τόσο μικρό διάστημα που διαρκεί η ζωή; Αλλά είχε αποδεχτεί αυτήν την κατάσταση, ήταν λοιπόν και ώριμος εκτός από όλα τα άλλα.

Οι σκέψεις για όλα αυτά που γύριζαν γύρω από τον εαυτό του, διακόπηκαν από ένα στρίγκλισμα που έφτασε στα αυτιά του. Δεν έδωσε μεγάλη σημασία, ήξερε ότι οι άλλοι είχαν υποχρέωση να τον προσέχουν, ο δρόμος εξάλλου όπου βρισκόταν είχε προτεραιότητα. Πάντα διάλεγε δρόμους όπου είχε προτεραιότητα -δεν ήθελε να υποβάλλει τον εαυτό του στην ψυχοφθόρα δοκιμασία να σταματάει για να περνάει ο κάθε οδηγός που είχε αποφασίσει να βγει στον δρόμο. Κι αν υπήρχε κάτι που δεν άντεχε, αυτό ήταν οι γκριμάτσες στα πρόσωπα των άλλων οδηγών όταν αποφάσιζε να κάνει μικρούς, αλλά απόλυτα ασφαλείς -να τονιστεί αυτό- ελιγμούς, ενίοτε κατά οριακή παρέκκλιση των πινακίδων -τί βαρετό!- στους δρόμους.

Το στρίγκλισμα από τα αριστερά του γινόταν όλο και πιο ενοχλητικό. Γύρισε με κουρασμένο ύφος και είδε ένα σαράβαλο να έρχεται καταπάνω του. Θα σταματήσει, σκέφτηκε, δε μπορεί να κάνει αλλιώς, έχει «stop» εξάλλου...

Ξανακοίταξε, με λιγότερη αυτοπεποίθηση, είναι αλήθεια, προς τα αριστερά του. Το αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω του, δεν έδειχνε ικανό να σταματήσει. Η σύγκρουση φαινόταν σίγουρη, εκτός βέβαια αν αναγκαζόταν να κάνει έναν από τους υπέροχους οδηγικούς ελιγμούς του, αυτή τη φορά για να αποφύγει ένα ατύχημα και όχι για να «βάλλει τα πράγματα στη θέση τους» όπως έκανε συνήθως. Είχε χώρο μπροστά του και το αυτοκίνητο από τα αριστερά ερχόταν ακυβέρνητο, αλλά με μικρή ταχύτητα. Έχουν και τα καλά τους τα παλιά αυτοκίνητα, σκέφτηκε.

Η αυτοπεποίθησή του είχε επανέλθει. Η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο, θα προλάβαινε, αλλά γιατί έπρεπε να δίνει τη λύση πάντα αυτός, γιατί;

Προσπάθησε να επιταχύνει για να ξεφύγει αυτό την ντροπιαστική επαφή με το παλιό αυτοκίνητο που έδειχνε να διεκδικεί με θράσος ένα μικρό μέρος από το δρόμο...

Αυτό που του συνέβη ξεπερνούσε και την πλέον νοσηρή φαντασία, δεν έπρεπε να συμβεί σε καμία περίπτωση σε αυτόν! Σε κάποιον άλλο, ίσως, αλλά σε αυτόν ποτέ δε θα έπρεπε να σβήσει η μηχανή σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή!

Ένα γερό τράνταγμα τον έκανε να συνειδητοποίησε ότι το σαράβαλο είχε προσγειωθεί στο πίσω μέρος του ολοκαίνουργιου αυτοκινήτου του. Ένιωσε την ταπείνωση να κυλάει στο σώμα του, σαν ιδρώτας που εμφανίζεται στο πρόσωπο του γαμπρού τη μέρα του γάμου, μπροστά σε όλους τους συγγενείς, φίλους και τις κάμερες!

Κάποιος είχε χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητό για να σταματήσει, λες και ήταν σαμπρέλα από αυτές που έχουν στα λιμάνια για να μη συγκρούονται τα πλοία με τη προβλήτα όταν πιάνουν στεριά.

Ο 'Αλεξ έμεινε καρφωμένος στη θέση του, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που του είχε συμβεί. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να πέσει πάνω στο αστραφτερό, ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό του -κανένας!

Κοίταξε προς τη μεριά του αυτοκινήτου που τον είχε εμβολίσει. Ένας ηλικιωμένος άνδρας καθόταν στη θέση του οδηγού κοιτώντας με ένα απλανές ύφος τριγύρω, χωρίς να δείχνει κάποια διάθεση να αφήσει το τιμόνι που κρατούσε στα χέρια του σαν πολύτιμο φυλακτό.

Ο επηρμένος νεαρός άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα του αυτοκινήτου του και κατευθύνθηκε απειλητικά προς την ηλικιωμένη γενιά αυτοκινήτων και οδηγών.

- Εσύ δε θα έπρεπε να οδηγείς! Δε θα έπρεπε να έχεις πιάσει ποτέ τιμόνι στα χέρια σου.

Χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του, ο οδηγός γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά του 'Αλεξ:

- Τα παραλές, νεαρέ μου. Δεν είναι δα το τέλος του κόσμου, δε νομίζεις;

- Δεν άκουσες τί σου είπα μου φαίνεται. Δε θα έπρεπε να έχεις πιάσει ποτέ τιμόνι στα χέρια σου, έπρεπε να στο έχουν απαγορεύσει δια νόμου αυτό.

Ο ηλικιωμένος έδειξε θιγμένος από αυτά τα λόγια. Κατέβηκε αργά-αργά από το αυτοκίνητό του και κοίταξε τον 'Αλεξ στα μάτια:

- Όταν εγώ οδηγούσα, ο πατέρας σου δεν είχε καν γνωρίσει τη μητέρα σου! του είπε με πικρό ύφος.

- Δεν ξέρω τί έκανες κάποτε, τώρα τί κάνεις είναι το θέμα. Αν και νομίζω, συμπλήρωσε με ένα ιδιαίτερα υποτιμητικό ύφος, ότι πάντα τα ίδια χάλια πρέπει να είχες σαν οδηγός...

Τα τελευταία του λόγια πρέπει να άγγιξαν κάποιες ευαίσθητες χορδές του ηλικιωμένου και μάλλον έσπασαν κάποια από αυτές. Έπιασε το μέτωπό του, παραπάτησε λίγο σαν πρώτος χορευτής σε σύγχρονη χορογραφία που προσπαθεί να αποδώσει την κίνηση κυμάτων σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και σωριάστηκε στο έδαφος.

Ο 'Αλεξ έμεινε ακίνητος στη θέση του. Αυτή η εξέλιξη του είχε στερήσει το πάνω χέρι στη κουβέντα αλλά, πάνω από όλα, η λιποθυμία του άνδρα -δε μπορούσε να φανταστεί ότι είχε συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό!- του δημιουργούσε απόλυτη αμηχανία. Δεν είχε ξαναβρεθεί σε τέτοια κατάσταση, δεν είχε την παραμικρή για το τί έπρεπε να κάνει.

Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε πετρωμένος, δε μπορούσε να υπολογίσει καθόλου. Μια παιδική φωνή τον έβγαλε από το αδιέξοδο:

- Γρήγορα, ελάτε! Ο Βαγγέλης ο 'Αλτονεν (*) λιποθύμησε!

Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, όλοι οι ένοικοι των πολυκατοικιών που βρίσκονταν απέναντι από το σημείο όπου είχε συμβεί το περιστατικό, είχαν βγει στα μπαλκόνια τους. Μόλις κατάλαβαν για ποιόν επρόκειτο, άφησαν χωρίς δισταγμό τα σπίτια τους και έτρεξαν στον δρόμο στο σημείο που βρισκόταν ο ηλικιωμένος. Βλέποντας το νεαρό άνδρα πάνω από τον κύριο Βαγγέλη (Βαγγέλης 'Αλτονεν, τί όνομα κι αυτό!), έπεσαν πάνω του και τον ρωτούσαν:

- Είσαστε εδώ όταν έγινε αυτό; Μήπως είδατε τί συνέβη;

Μιλούσαν όλοι μαζί και έκαναν χειρονομίες απόγνωσης. Πρέπει να τον αγαπούσαν πολύ αυτόν τον άντρα, πρώτη φορά έβλεπε ο 'Αλεξ τόσους ανθρώπους, διαφορετικών ηλικιών και εμφάνισης -ανάμεσά τους βρίσκονταν και ορισμένα ιδιαίτερα "εξευγενισμένα" άτομα που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχει βγει από τον κύκλο γνωριμιών του- να αφήνουν τα σπίτια τους και να τρέχουν να βοηθήσουν κάποιον άγνωστο (;). Ακόμα όμως κι αν τον γνώριζαν, η αγωνία και η αγάπη που έδειχναν γι αυτόν, είχαν εντυπωσιάσει τον 'Αλεξ.

- Ελάτε να τον πάμε γρήγορα στο σπίτι!

Οι αποσυντονισμένες εκδηλώσεις απόγνωσης είχαν κοπάσει. Όλοι τώρα, είχαν καταλήξει στον πλέον ενδεικνυόμενο τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης, αυτόν της μεταφοράς του στο σπίτι... το σπίτι του, μάλλον! Ο 'Αλεξ ακολούθησε μηχανικά τη πομπή των ανθρώπων. Ένας γεροδεμένος άντρας είχε πάρει τον ηλικιωμένο στην αγκαλιά του και οι υπόλοιποι συμπλήρωναν το τιμητικό άγημα ενός ανθρώπου που είχαν -φαίνεται- σε μεγάλη υπόληψη όλοι τους.

Η πόρτα του σπιτιού του ήταν ξεκλείδωτη. Ο γεροδεμένος άνδρας προχώρησε με σιγουριά προς την μικρή κρεβατοκάμαρα σα να γνώριζε τη διαδρομή και ακούμπησε τον ηλικιωμένο στο κρεβάτι. Σαν φημισμένος γιατρός που απευθύνεται με αυτοπεποίθηση στην νοσοκόμα του, είπε κοιτάζοντας τους φίλους του ηλικιωμένου:

- Φέρτε τα χάπια του. Εντάξει είναι μου φαίνεται αλλά ας μην τον αφήσουμε μόνο του σήμερα το βράδυ. Ειδοποίησε κανείς το γιατρό;

Τουλάχιστον πέντε πρόσωπα έγνεψαν καταφατικά... ο γιατρός ήταν καθ' οδόν, όπως και τις άλλες φορές.

Ο 'Αλεξ είχε μείνει σε μια γωνία του σπιτιού δίπλα στη κουζίνα και κοίταζε προς τη μεριά του κρεβατιού του άνδρα. Δεν ήθελε να πλησιάσει... φοβόταν, ένιωθε τύψεις, δεν ήξερε ακριβώς γιατί, αλλά προτίμησε να παρακολουθεί από μακριά. Κοίταξε γύρω του με διστακτικότητα: η αγάπη ήταν στον αέρα, μια αγάπη που έδειχναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στον ηλικιωμένο άνδρα που αυτός, πριν από λίγο είχε κατακεραυνώσει με τη δίκαια κριτική του για την οδήγησή του....το πρόσωπό του σκοτείνιασε: μα τί ανοησίες ήταν αυτές; Η αλαζονεία του παραλίγο να στείλει αυτόν τον γλυκό άνθρωπο μια ώρα αρχύτερα στο μεγάλο ταξίδι. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να παίρνει αυτός τέτοιες Μεγάλες αποφάσεις, ακόμα κι αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήξερε να οδηγεί. Ή μήπως ήξερε κι απλώς η κακιά στιγμή και η ηλικία του αυτοκινήτου του το έκαναν να προσγειωθεί πάνω στο δικό του; Αλλά, τώρα που το σκεφτόταν, πέρα από το τράνταγμα του εγωισμού του -πιθανότατα επειδή του είχε σβήσει η μηχανή την κρίσιμη στιγμή- η σύγκρουση δεν ήταν τόσο σοβαρή, καθόλου σοβαρή, μάλλον κι εξάλλου όταν κοίταξε μετά το περιστατικό το αυτοκίνητό του, δεν μπόρεσε -αν και προσπάθησε πολύ!- να βρει σημάδια του εγκλήματος.

Την ώρα που τα σκεφτόταν αυτά, το βλέμμα του έπεσε σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που υπήρχε στο τραπέζι της κουζίνας. Πλησίασε και την σήκωσε προς το πρόσωπό του: ήταν παλιά, από κάποια απονομή από ράλλυ. Κοίταξε προσεκτικότερα. Δύο άνδρες αγκαλιασμένοι, μπρoστά από μια μεγάλη επιγραφή «Monte Carlo 1967». Ο ένας από τους δύο, αυτός που είχε περασμένο στο κεφάλι του ένα στεφάνι -του νικητή, προφανώς- έδειχνε προς τη μεριά του άλλου με ένα χαμόγελο θαυμασμού. Το βλέμμα του έπεσε σε μια ιδιόχειρη αφιέρωση:
To Vagelis with admiration
Rauno Aaltonen

O γεροδεμένος άνδρας που είχε μεταφέρει τον ηλικιωμένο στο σπίτι του, πλησίασε τον 'Αλεξ στην κουζίνα. Ανακουφισμένος από τα λόγια που μόλις τους είχε πει ο γιατρός για την κατάσταση του Βαγγέλη, χαμογέλασε και σχηματίζοντας με τον δείκτη του δεξιού του χεριού τον αριθμό «1» είπε στον 'Αλεξ:

- O μεγάλος και τρανός 'Αλτονεν θεωρούσε τον Βαγγέλη μας καλύτερο οδηγό απ' αυτόν! Τί σου λέει αυτό, φίλε; Αλήθεια, δε σε έχω ξαναδεί εσένα, δεν είσαι από τα μέρη μας. Μήπως είσαι αυτός που σήκωσε τον Βαγγέλη όταν έπεσε;


Κάθε ιστορία είναι μια αλληγορία. Δε χρειάζεται τέντωμα, ούτε ανάλυση. Ούτε και προσπάθεια εξήγησης κάθε της λεπτομέρειας.

Μετά από τόσα μαθήματα ζωής που πήρα σε ανύποπτες στιγμές, προσπαθώ πια να μην κρίνω το βιβλίο από το εξώφυλλό του. Και σιγά-σιγά, αρχίζω να βλέπω την ομορφιά και σε εξώφυλλα που μέχρι πρότινος θεωρούσα μακρινά από την αισθητική μου...

 

 

(*) Rauno Aaltonen: Ένας από τους μεγαλύτερους οδηγούς αγώνων του κόσμου. Φιλανδός, γεννήθηκε στο Τούρκου στις 7/1/1938 και είναι ακόμα εν ενεργεία εκπαιδευτής σε ειδικά προγράμματα οδήγησης της BMW AG σε διάφορες χώρες του κόσμου. Πρωταθλητής Ευρώπης του 1965, έχει μείνει στην ιστορία για την θρυλική του νίκη στο Ράλλυ του Μόντε Κάρλο το 1967.

Σημείωση Κ.Ι.: Γνώρισα τον Rauno σε ένα ειδικό πρόγραμμα επίδειξης/εκπαίδευσης θωρακισμένων αυτοκινήτων που οργανώσαμε στην Ελλάδα τον Μάιο του 2001. Περάσαμε περισσότερες από δύο ώρες συζητώντας περί ανέμων και υδάτων και, πρέπει να ομολογήσω ότι με συνάρπασε ο τρόπος που εξέφραζε τις απόψεις του... όλα τελικά όσα έλεγε, συμπλήρωναν το ψηφιδωτό της στάσης ζωής ενός μεγάλου πρωταθλητή, αλλά και -κυρίως αυτό!- ενός βαθιά φιλοσοφημένου ανθρώπου. Όπως συνειδητοποίησα αργότερα όταν πλέον είχαμε αποχαιρετιστεί, κατά την διάρκεια αυτών των δύο ωρών μιλήσαμε για πολλά και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα: για μουσική που μειώνει την ένταση της ζωής, για τη σάουνα και άλλες μεθόδους χαλάρωσης του σώματος και της ψυχής, για τα τζάκια και πώς πρέπει να κτίζονται σε ένα σπίτι ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη απόδοσή τους, για τις γυναίκες και πώς πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε... αλλά για αυτοκίνητα, δεν μιλήσαμε!

 

 

^