ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Στιγμές στο δρόμο

 
 

Σε όλους έχει συμβεί κάποια στιγμή στη ζωή. Να ξυπνάς ένα πρωί σαν όλα τα άλλα και μια απροσδιόριστη δύναμη να διοχετεύει σε όλο του το σώμα την πληροφορία ότι εκείνη η μέρα είναι «μια από εκείνες τις μέρες». Κάθε μέλος του σώματος αντιδρά διαφορετικά σ' αυτήν την πληροφορία, αφού το μήνυμα που έχει φθάσει είναι ασαφές και το κάθε μέλος το αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο. Έτσι μπορεί να αρχίσουν να τρέμουν τα πόδια ή τα χέρια, να βουίζουν τ' αυτιά, να σκοτεινιάζουν τα μάτια, να αισθάνεσαι ένα σφίξιμο στο στομάχι, να έχεις τη διάθεση να αγκαλιάσεις όλον τον κόσμο ή να επιτεθείς σε κάθε περαστικό...

Μια τέτοια μέρα ξεκίνησε για τον Θανάση. Ποτέ στη ζωή του μέχρι τότε δεν είχε ξυπνήσει με τη μύτη του να τρέχει, αλλά όχι από συνάχι. «Κάτι θέλει να μου πει ο εαυτός μου, για κάτι με προετοιμάζει το οικοσύστημα, αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα τί μπορεί να είναι αυτό».

Την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητό του για τη δουλειά, είχε ήδη ξεχάσει ότι μια αόρατη δύναμη -που κρυβόταν ίσως μέσα του- τον είχε ενημερώσει να έχει τα μάτια του ανοιχτά. Κοίταξε το ρολόι του: είχε αργήσει. Όχι τον ένοιαζε αυτό, τη δουλειά του εξάλλου την είχε περισσότερο για να περνάει την ώρα του. Πρόβλημα οικονομικό δεν είχε, είχαν φροντίσει φεύγοντας από τη ζωή οι γονείς του -σχετικά ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, είναι η αλήθεια- να του αφήσουν εκτός από ένα μεγάλο κενό, ένα ικανοποιητικό εισόδημα από ενοίκια, ώστε να μην εξαρτά την επιβίωση από μια καθημερινή εργασία. Πρόβλημα ουσιαστικής επικοινωνίας με τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους που τον περιέβαλαν, αυτό ναι, είχε τέτοιο πρόβλημα.

Σήμερα δεν έχω όρεξη για δουλειά, σκέφτηκε. Δε θα πήγαινε στο γραφείο, κανένα πρόβλημα με αυτό. Θα χρησιμοποιούσε αυτή τη μέρα για να κάνει κάτι πρωτότυπο, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του. Αποφάσισε να κυκλοφορήσει σε άγνωστους δρόμους χωρίς πρόγραμμα και να αφουγκραστεί τον κόσμο: θα έμενε με τα αυτιά της καρδιάς ανοιχτά σε κάθε αγωνιώδη φωνή από αυτές που ακούγονται κάθε μέρα αλλά κανείς δεν τις προσέχει -Θα ήταν ανοιχτός σε μηνύματα, κάθε λογής. Από ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να προσέξουμε τί μας συμβουλεύουν, από άλλους που έχουν φύγει από αυτόν τον κόσμο αλλά εξακολουθούν να κυκλοφορούν όλο αγωνία γύρω μας προσπαθώντας να μας βοηθήσουν να αποφύγουμε τα λάθη που έκαναν αυτοί όσο ζούσαν, ή να επαναλάβουμε ακριβώς τα ίδια, ώστε να αισθάνονται δικαιωμένοι εκεί που είναι τώρα.

Είδε από μακριά στην γυναίκα στο φανάρι. Στητή και αγέρωχη, κινούνταν ανάμεσα στα αυτοκίνητα σαν οπτασία. Χωρίς να ζητάει τίποτα, έβλεπες ένα σωρό χέρια να βγαίνουν από τα παράθυρα των αυτοκινήτων και να κινούνται προς τη μεριά της. Κι αυτή, με ένα μεγαλόθυμο ύφος, χαμογελούσε σε όλους, σαν ευπατρίδης πολιτικός που θεωρούσε ότι άξιζε την παντοτινή ψήφο του λαού, αλλά η καταγωγή του τον εμπόδιζε να την ικετεύσει. Όταν όμως την έπαιρνε, έδινε μια μεγαλοπρεπή ευχαριστία.

Την κρίσιμη στιγμή, πάντα τον πρόδιναν τα νέα συστήματα για την εξασφάλιση άριστης εργονομίας στους εσωτερικούς χώρους του αυτοκινήτου. Πάντα. Έτσι και τώρα, όταν βρέθηκε μπροστά στη γυναίκα, το βλέμμα του ταξίδεψε σε όλους τους απόκρυφους και μη χώρους του αυτοκινήτου με μια αίσθηση ματαιότητας, βασισμένη σε εμπειρία που αποκτήθηκε από επανειλημμένες άκαρπες προσπάθειες του παρελθόντος. Όχι, ούτε αυτή τη φορά είχε καταφέρει να βρει το σημείο όπου κρατούσε τα ψιλά του. Κοίταξε και πάλι τη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του χαμογελαστή και περίμενε με υπομονή να ολοκληρώσει το ταξίδι του βλέμματός του.

Κι εκεί που όλα έδειχναν χαμένα, με μια ενστικτώδη κίνηση που του υπαγόρευσε μια μυστική δύναμη (ο εαυτός του;), σα εικόνα σε αργή κίνηση που επαναλαμβάνει ένα χρυσό γκολ για να μεγεθύνει την αίσθηση ενός μεγαλειώδους θριάμβου, έτεινε το χέρι του σ' ένα κρυμμένο ντουλαπάκι και βρήκε αυτό που ζητούσε:

«Ορίστε, φοβήθηκα προς στιγμή ότι δε θα τα εύρισκα» είπε ο Θανάσης στην κυρία, την ώρα που της έδινε τα ψιλά που είχε βρει με τόσο κόπο.

«Φοβήθηκες; Γιατί φοβηθείς; Ποιόν να φοβηθείς; Εμένα μήπως; Χριστέ μου, μήπως έχω κάτι τρομακτικό πάνω μου και δεν το είχα καταλάβει τόσο καιρό;». Η γυναίκα καταλάγιασε την αγωνία του. Τόσο αβίαστα, τόσο ειρηνικά.

Κι ο Θανάσης, αντέδρασε σαν έφηβος με πληγωμένο εγωισμό που του έθιξαν τον ανδρισμό του, ρωτώντας τον αν έχει αρχίσει να ξυρίζεται, ενώ αυτός το κάνει εδώ και ένα μήνα:

- Όχι ότι φοβάμαι. Τί να φοβηθώ, δηλαδή; Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος που λέει και ο Καβάφης.

- Καζαντζάκης.

- Δεν σας άκουσα... έχει πολύ φασαρία και δε σας άκουσα.

- Λέω, ο Καζαντζάκης το έγραψε: Ξέρω τώρα... δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία (1).

Ο Θανάσης έμεινε με το στόμα ανοιχτό κοιτάζοντας τη γυναίκα. Οι φωνές και τα κορναρίσματα των άλλων οδηγών τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι είχε ανάψει πράσινο και είχε μείνει στη μέση του δρόμου εμποδίζοντας την κίνηση.

Να μια φωνή του κόσμου που αξίζει να αφουγκραστώ, σκέφτηκε. Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, πάρκαρε το αυτοκίνητό και κατέβηκε με κατεύθυνση την κυρία που στεκόταν στη μέση του δρόμου.

Την ώρα που την έφθανε, την είδε να απευθύνεται σε ένα νεαρό ζευγάρι μέσα σε ένα μικρό σπορ αυτοκίνητο που την παρακολουθούσε με μάτια γεμάτα έκπληξη και, σαν κορυφαία του Χορού σε αρχαία Ελληνική τραγωδία, να απαγγέλλει:

Μερικές φορές νομίζω ότι βρίσκομαι σε ένα νεκροταφείο...
Η αίσθηση είναι παρόμοια: Σύμβολα και σιωπή.
Η σιωπή όλων των φαντασμάτων που άφησε πίσω του κανείς...
Όπως ο Αινείας άφησε πίσω του την Τροία.
Τις σκιές όλων εκείνων που μπορούσαμε να είμαστε και δεν γίναμε...
Εκείνων που ονειρευόμασταν να κάνουμε αλλά αναγκαστήκαμε να ξυπνήσουμε...
Τις σκιές εκείνων που κάποτε αγαπήσαμε και ποτέ δεν κατακτήσαμε,
εκείνων που μας αγάπησαν και σκοτώσαμε την ελπίδα τους από κακία, βλακεία ή άγνοια...

Το κορίτσι άρχισε να χασκογελάει με αμηχανία και ο οδηγός με ανακούφιση απομακρύνθηκε όταν άναψε το πράσινο φως. Ο Θανάσης κοίταξε τη γυναίκα και τη ρώτησε:

- Αρχαία Ελληνική τραγωδία;

- Α, όχι, σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία, Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε για την ακρίβεια (2).

- Δε νομίζω να κατάλαβαν τί τους λέγατε και σίγουρα δεν κατάλαβαν γιατί τους το λέγατε. Ξέρετε, ίσως σας πέρασαν για... (Ο Θανάσης αισθάνθηκε το χρώμα των αυτιών του να αλλάζει από ντροπή -τί ενοχλητικό, αντί να κοκκινίζουν σα παντζάρια, χίλιες φορές καλύτερα τ' αυτιά του να γίνονταν πορτοκαλί ή έστω μοβ!). Για να είμαι ειλικρινής, προηγουμένως που περνούσα από εδώ, και εγώ σας πέρασα για... (πάλι τα ίδια, τα αυτιά του έκαιγαν και δεν είχε αμφιβολία ότι είχαν πλέον το κόκκινο της φωτιάς).

- Μα αν με πέρασαν για επαίτισσα, καθόλου λάθος δεν έκαναν!

- Δηλαδή, πραγματικά είστε...

- Νεαρέ μου, αν θέλετε τη γνώμη μου σας πάει πολύ να κοκκινίζουν τ' αυτιά σας! Και, πιστέψτε με, δεν έχετε κανένα λόγο να ντρέπεστε. Εγώ δεν ντρέπομαι καθόλου γι αυτό που κάνω, γιατί να ντρέπεστε εσείς; Απλώς, άκουσα αυτό το ζευγάρι να μιλά -όχι ότι κρυφάκουγα, αλλά για να είμαι ειλικρινής, αν μπορώ να ακούσω τί λένε οι άνθρωποι στα αυτοκίνητα, πολύ μου αρέσει, ελπίζω να μη με παρεξηγείτε- τους άκουσα λοιπόν να μιλούν για αγάπες που σκοτώθηκαν επειδή ποτέ δεν καταλάβαμε ότι υπήρχαν. Και, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Ρεβέρτε, και τους τα είπα, αυτό είναι όλο! Τώρα μπορεί να έφυγαν τρέχοντας, είπε ξεκαρδισμένη, αλλά κάποια στιγμή μπορεί να τους έρθουν αυτά τα λόγια στο μυαλό.

Ο Θανάσης είχε μείνει εμβρόντητος. Τα έχανε όταν του έλεγαν πράγματα που δεν περίμενε ότι θα ακούσει, την κρίσιμη στιγμή, δεν εύρισκε ποτέ τη σωστή απάντηση. Έτσι και τώρα, έμεινε άφωνος κοιτάζοντας τη γυναίκα και αναζητώντας τη σωστή ατάκα που, θα τον βοηθούσε να μάθει αυτό που ήθελε, ανταποκρινόμενος όμως αβίαστα στις απαιτήσεις της συζήτησης που έθετε η γυναίκα.

- Καλά, δεν υπάρχει λόγος να το σκέφτεσαι τόσο πολύ. Και για να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση, ναι, είμαι επαίτισσα. Δε λέω ζητιάνα, που θα μπορούσε να πει κάποιος, αυτή η λέξη δε μου αρέσει. Ναι, νεαρέ μου, ζητώ μια βοήθεια, αλλά συγχρόνως δίνω κι εγώ μια βοήθεια! Κι εξάλλου, η βοήθεια που ζητώ εγώ, δεν είναι οικονομική. Όταν μου δίνουν χρήματα -εσείς καλή ώρα!- τα παίρνω με χαρά, αλλά δεν είναι αυτή η βοήθεια που ζητώ. Mε καταλαβαίνετε;

Αυτή η γυναίκα του είχε εξάψει την φαντασία, πρώτη φορά είχε βρει ενδιαφέρον σε μια γυναίκα για την οποία οι σκέψεις του δεν κατέληγαν σ' ένα κρεβάτι.

Εκείνη την ώρα πέρασε ξυστά από τη γυναίκα ένα παλιό αυτοκίνητο. Στο τιμόνι του βρισκόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας σε μεγάλη ευθυμία. Είχε, φαίνεται, ξεκινήσει από νωρίς τον διαγωνισμό με το ποτήρι του κρασιού. Λοιπόν, αυτοί οι διαγωνισμοί έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Δεν απαιτούν πολλές συμμετοχές, ο διαγωνιζόμενος μπορεί κάλλιστα να ανταγωνιστεί τον εαυτό του. Και το κυριότερο, από ένα σημείο και μετά, οι κανόνες παύουν να έχουν αξία και οι αθλητές αγωνίζονται για τη συμμετοχή και μόνο: τα Ολυμπιακά ιδεώδη βρίσκουν σε αυτό το παραγνωρισμένο άθλημα την ιδανική πραγμάτωσή τους!

Η γυναίκα, πλησίασε τον οδηγό που είχε ανακαλύψει την ομορφιά της συμμετοχής στο άθλημα του άλματος στον οίνο, του χαμογέλασε με νόημα και άρχισε να απαγγέλλει:

Καρδιά μου τα μυστήρια ποτέ δε θα ερευνήσεις
Φιλόσοφων φιλολογιές δε θα τις ξεδιαλύσεις
Πάρε ποτήρι και κρασί, φτιάξε ουρανό δικό σου
Γιατί ουρανόν αληθινόν, ίσως δεν θ' αντικρύσεις.
...
Μαζί μας είναι το καλό και το κακό πλασμένα
Χαρά και λύπη η Μοίρα μας τα έχει για μας γραμμένα
Άδικα με τον Ουρανόν άνθρωπε μην τα βάζεις
Ξέρει πολύ λιγότερα και κείνος από σένα. (3)

Ο ζαλισμένος αθλητής είχε ενθουσιαστεί:

- Πολύ ωραία τα λες κοπέλα μου, μπράβο σου!

- Κοπέλα; Μπορεί, πριν από σαράντα χρόνια! είπε φιλάρεσκα η γυναίκα. Κι όσο για τα λόγια που σου άρεσαν, δεν είναι δικά μου, του Ομάρ Καγιάμ είναι. Τον ξέρεις τον Ομάρ Καγιάμ; Δύσκολο να θυμηθείς τώρα, έτσι δεν είναι; 'Αντε, καλό ταξίδι και να προσέχεις.

Ο αθλητής απομακρύνθηκε με ένα χαμόγελο. Έπρεπε να προπονηθεί για τους αγώνες που τον περίμεναν. Η γυναίκα γύρισε το βλέμμα της προς το Θανάση:

- Ξέρεις, αγόρι μου, αυτό είναι που με μελαγχολεί περισσότερα απ' όλα στους σημερινούς ανθρώπους. Δεν γνωρίζουν, εντάξει, ίσως δεν φταίνε αυτοί που δε γνωρίζουν. Αλλά δε θέλουν να μάθουν, αρνούνται πεισματικά κάθε τι που τους βγάζει έστω και για λίγο από την ασφαλή προδιαγραμμένη πορεία της ζωής τους. Και γι αυτό, δεν φταίει κανένας άλλος, μόνο το ξερό τους το κεφάλι. Όλα τη μέρα τρέχουν σαν τρελοί και δεν αφήνουν ούτε μια στιγμή για τον εαυτό τους. Ξέρω, ξέρω, σου ακούγονται μελό όλα αυτά... μπορεί να έχεις δίκιο.

- Να σας ρωτήσω κάτι; Με το θάρρος της γνωριμίας μας, δηλαδή.

- Ό,τι θέλεις να με ρωτήσεις. Μόνο να μου πεις πώς σε λένε, δε μου αρέσει να μιλάω με άγνωστους.

- Θανάση.

- Εμένα με λένε Θεοδώρα.

- Πώς και βρεθήκατε... (νάτο πάλι το κοκκίνισμα των αυτιών! Αυτή τη φορά ο Θανάσης αποφάσισε να φανεί αποφασιστικός) έλεγα, πώς και βρεθήκατε στο δρόμο, να κάνετε μια τέτοια... μμμμ, δουλειά, ναι θα μπορούσε κανείς να πει δουλειά. Κι αν όχι δουλειά, σίγουρα πάντως θα μπορούσε να το πει «ασχολία». Πώς λοιπόν βρεθήκατε με αυτή την ασχολία;

- Τυχαία. Όπως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, εξάλλου που γίνονται τυχαία, το έχεις προσέξει αυτό; Να, βρισκόμουν στην άκρη του δρόμου και σκεφτόμουν τα δικά μου. Η ζωή μου ολόκληρη περνούσε μπροστά από τα μάτια μου σα τρένο σ' ένα έρημο σταθμό γεμάτο φωνές, κι εγώ καθόμουν και τη χάζευα, χωρίς βέβαια να μπορώ να την αλλάξω. Κι εκεί που είχα μελαγχολήσει με τη μοναξιά μου, δεν ξέρω αν στο είπα, αυτό μου συνέβη δέκα μέρες αφότου έχασα τον άντρα μου... παιδιά, σκυλιά δεν είχα, μαύρη μοναξιά μόνο, κι εκεί λοιπόν που καθόμουνα σα την καλαμιά στο κάμπο, είδα το απογευματινό φεγγάρι στον ουρανό. Κοίταξα τριγύρω μου και κατάλαβα ότι κανείς δεν έδινε σημασία στο φεγγάρι. Κοίταζαν όλοι τα πιο ασήμαντα πράγματα στον κόσμο, εκτός από το φεγγάρι. Και, θα σου φανεί παράξενο, ένιωσα τη μοναξιά του! Ναι, μη με κοιτάζεις με αυτό το ύφος, ένιωσα τη μοναξιά του φεγγαριού που κανένας δεν του έδινε σημασία. Και καθώς γύρισα, είδα μια νεαρή κοπέλα να με κοιτάζει δακρυσμένη από το παράθυρο του αυτοκινήτου της. Ήταν θύμα νεανικού έρωτα, αυτό φαινόταν από μακριά! Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά δε μπορούσα να τη βλέπω δακρυσμένη. Πλησίασα το αυτοκίνητό της, της έδειξα το φεγγάρι και, χωρίς να το καταλάβω, άκουσα τον εαυτό μου να της λέει:

Κανείς ποτέ δεν κοιτάζει
το απογευματινό φεγγάρι,
κι όμως αυτή είναι η στιγμή
που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη
του ενδιαφέροντός μας,
αφού η ίδια του η ύπαρξη
δεν είναι ακόμα βέβαιη. (4)

- Τα λόγια μου -όχι δικά μου, δηλαδή, του Καλβίνο τα λόγια- της έκαναν εντύπωση. Σταμάτησε να κλαίει, κάθισε λίγο και σκέφτηκε και, τελικά νομίζω ότι άρχισε να βλέπει τη ζωή με άλλο μάτι από τότε -θα πρέπει να έχουν περάσει περισσότεροι από τριες μήνες- κάθε φορά που περνάει μπροστά από το σημείο της δουλειάς μου (!), σταματάει το αυτοκίνητο, με ευχαριστεί για αυτό που έκανα και μου λέει άρχισε να παρατηρεί πόσο όμορφο είναι το απογευματινό φεγγάρι και να παίρνει δύναμη απ' αυτό.

- Ναι, αλλά...

- Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κάτι λείπει από την ιστορία. Πριν φύγει λοιπόν, άνοιξε το πορτοφόλι της και μου έδωσε όσα ψιλά είχε μέσα. Στην αρχή, δε σου κρύβω, προσβλήθηκα πολύ! Αλλά μετά που το σκέφτηκα, κατέληξα ότι δεν ήταν και τόσο τρομερό! Είναι ένα συμπλήρωμα στη σύνταξη του άντρα μου και με αυτά τα χρήματα μπορώ να βοηθάω και αρκετές φίλες μου που δεν είχαν τη τύχη την δικιά μου. Μια-δυό μάλιστα απ' αυτές προσπάθησαν να με μιμηθούν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Kαι πώς να τα καταφέρουν, δηλαδή, αφού δεν έχουν σπουδάσει φιλολογία, όπως εγώ;

- Δηλαδή εσείς είστε μια... επιστήμων επαίτισσα!

- Δεν υποχρεώνω κανένα να με ελεήσει, δεν είναι του τύπου μου κάτι τέτοιο. Απλά βρίσκομαι εκεί σε μια στιγμή μοναξιάς τους που βρίσκονται φυλακισμένοι μπροστά στο τιμόνι του αυτοκινήτου τους και δανείζομαι κάποιες αράδες από κείμενα μεγάλων και... τους τα μεταφέρω, αυτό είναι όλο! Κι εγώ περνάω ευχάριστα την ώρα μου γιατί γνωρίζω ένα σωρό ανθρώπους και αυτοί έχουν την ευκαιρία να ακούσουν πράγματα που δεν ήξεραν... και αν θέλουν, δεν το απαιτώ αυτό, στο ξαναλέω, μπορούν να μου δώσουν μια βοήθεια που πηγαίνει για καλούς σκοπούς. Είναι συγκλονιστικό, σκέψου, πρόκειται για μια συνάντηση αγνώστων μεταξύ τους που φτάνει μέχρι την ταύτιση -έστω και πρόσκαιρη- σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο απ΄ αυτό που βρίσκονταν... μέθεξη (*), αυτό πετυχαίνουμε!.

Εκείνη την ώρα, μια λιμουζίνα πέρασε από μπροστά τους. Ο επιβάτης του πίσω καθίσματος, άνοιξε το παράθυρο και με ένα μπλαζέ ύφος ξεφορτώθηκε κάποια σκουπίδια που έπιαναν, φαίνεται, πολύ χώρο στο αυτοκίνητο. Ένα απ' αυτά, έπεσα πάνω στη φούστα της Θεοδώρας και τη λέρωσε. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της και ενώ το παράθυρο ανέβαινε, η Θεοδώρα του είπε χαμογελώντας:

- Κρίμας, κρίμας κόσμε, σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί (5).

Ο μεγαλόσχημος επιβάτης του πίσω καθίσματος έδωσε εντολή στον οδηγό να σταματήσει. Μετά, άνοιξε ξανά το παράθυρό του και απευθύνθηκε με περιφρονητικό ύφος προς τη Θεοδώρα:

- Είπες κάτι, κυρά μου; Κάτι για νεκρούς πήρε τ' αυτί μου!

Μπλέξαμε, σκέφτηκε ο Θανάσης που, ούτως ή άλλως, δεν φημιζόταν για το θάρρος του.

Η Θεοδώρα του έκανε νόημα να μείνει στη θέση του και προχώρησε αγέρωχα προς το παράθυρο της λιμουζίνας:

- Τ' αυτί σου καλά το άκουσε. Το μυαλό σου δεν κατάλαβε όμως. Ποίηση απαγγέλλω, κύριε. Οδυσσέα Ελύτη: «Κρίμας, κρίμας κόσμε, σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί». Γιατί τα παίρνετε όλα τόσο προσωπικά;



(1) Νίκος Καζαντζάκης, ΑΣΚΗΤΙΚΗ
(2) Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε, Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΞΙΦΑΣΚΙΑΣ
(3) Ομάρ Καγιάμ, ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ (μετάφραση Κ. Κατσίμπαλη, 1919)
(4) Ίταλο Καλβίνο, ΠΑΛΟΜΑΡ
(5) Οδυσσέας Ελύτης, ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
(*) μέθεξη: συνάντηση, συμμετοχή που φτάνει μέχρι την ταύτιση σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο

 
     

^