ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Περιφρονούντες το πυρ κέ κάτοχοι ψιχικών εβγενίων,
δέχοντε να καούν αυτοί για να γλιτόσουν των τενίων...

 
 

Καθόμουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του κουρείου και χάζευα τη μεταμόρφωση στο πρόσωπο που εικονιζόταν στον καθρέφτη: από ροκ μεσήλιξ (όταν κοντεύεις να σαρανταρίσεις, μεσήλιξ δεν θεωρείσαι;) που μπήκα, θα έβγαινα καθώς πρέπει υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης εταιρίας -ας είναι, συμβαίνουν αυτά!

Παρασυρμένος από αυτές τις σκέψεις, είδα έναν ηλικιωμένο κύριο να μπαίνει ασθμαίνοντας: «Χρήστο, το ξέρω ότι ήρθα χωρίς ραντεβού... μήπως θα μπορούσες να με βάλεις εμβόλιμα ... αν έχεις χρόνο, δηλαδή, ειδάλλως θα ξαναπεράσω αργότερα.»

Το καθώς πρέπει υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης εταιρίας έδωσε την θέση του στον καλόκαρδο ροκά που πετάχτηκε λέγοντας:

«Χρήστο, κούρεψε τον κύριο, εμένα ούτως ή άλλως με έχεις τελειώσει. Δεν χρειάζονται τα δαντελένια του τέλους, γιατί να έρθει ο κύριος αργότερα;»

Ο ηλικιωμένος κύριος κάθισε στη διπλανή πολυθρόνα με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας. Με κοίταξε με νόημα και μου είπε:

«Κι αργότερα, αργότερα, πλακώσανε δυo κότερα.»

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, χωρίς καν να το σκεφτώ, του απάντησα:

«Μην αρκούμενοι των πειστηρίων, τον περνούν βασανιστηρίων...»

Το πρόσωπο του άντρα έλαμψε.

«Τον περνούν βασανιστηρίων, αλλά αυτός εκεί, θηρίον!»

Ακολούθησε μα καταιγιστική ανταλλαγή ατακών από τα έργα του Μποστ. Ο κύριος αποδείχτηκε ιδιαίτερα διαβασμένος περί του θέματος, φίλος γαρ του Μποστ, όπως έμαθα αργότερα.

Ο αγαπημένος μου κουρέας ο Χρήστος, είχε μείνει άφωνος στη μέση, κρατώντας το ψαλίδι στο ένα χέρι και το σεσουάρ στο άλλο, κοιτάζοντας πότε προς τη μεριά μου και πότε προς τη μεριά του ηλικιωμένου κυρίου.

«Μπαμπά αφού δεν έγινες ταμίας της Τραπέζης
τι θάλεγες να μάθαινες σαξόφωνο να παίζεις;»

«Παιδί μου το σαξόφωνο θέλει γερά πλεμόνια
κι εγώ δεν είμαι για αυτά, με πήρανε τα χρόνια.»

Έριξα μια κλεφτή ματιά προς τη μεριά του Χρήστου. Είχε στο πρόσωπό του το ύφος «θα αφήσετε κάποια στιγμή τις μαλ... για να τελειώσω το κούρεμα;». Αντί άλλης απάντησης, γύρισα προς τη μεριά του συνομιλητή μου και, σε μια προσπάθεια να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα της συζήτησης, του δήλωσα:

«'Αστε τις δίαιτες λοιπόν, δια την αφαίρεση λιπών.»

Και μετά, ήρθε η ώρα για έναν θλιβερό επίλογο (;)

«Δεν έμεινε ουδείς εκ των Περσών
περσόν, που λένε κι οι Γάλλοι.»

«Και τότε ο Λεωνίδας γύρισε και τους είπε εις άψογον Περσικήν:
Μολών λαβέ!»

Ο Χρήστος είχε ακουμπήσει στο τραπέζι τα εργαλεία της δουλειάς του. Το είχε πάρει απόφαση ότι αυτό το κούρεμα δε θα ολοκληρωνόταν ποτέ!

Λίγο πριν φύγω και την ώρα που πλήρωνα, γύρισα προς τη μεριά του «φίλου μου στα όπλα» (εγώ, έτσι τον αισθανόμουν) και του είπα τραγουδιστά:

«Η Πυροζβεστική μας Υπηρεσία ημών,
καλεί τους θέλοντας κε επιθυμών...»

Ο ηλικιωμένος κύριος πετάχτηκε από τη θέση του:

«Αυτό δεν το ξέρω... ποιο είναι αυτό;»

«Α, πού να το ξέρετε αυτό. Oύτε ο ίδιος ο Μποστ το θυμόταν όταν του το έδειξα στο Ηρώδειο στην πρεμιέρα της παράστασης "Ρωμαίος και Ιουλιέτα" πριν από δέκα περίπου χρόνια (Σ.Σ. αναφέρομαι στη Δευτέρα 31 Ιουλίου 1995)... το είχε γράψει για μια διαφήμιση της κινηματογραφικής εταιρείας του παππού μου, ήταν φίλος της οικογένειας ο Μποστ».

Και μένα, αυτός ο κύριος στο κουρείο έγινε φίλος μου, ακόμα κι αν δεν θα τον ξαναδώ.

 
     

^