ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


«Τί θα γίνω εγώ όταν μεγαλώσω;»

 
 

«Τί θα γίνω εγώ όταν θα μεγαλώσω, τί θα γίνω εγώ;»: οι τσιριχτές φωνές των παιδιών διέκοπταν τον παφλασμό του κύματος στην παραλία.

Ο γέροντας χαμήλωσε το βλέμμα του προς τη μεριά των παιδιών που είχαν μαζευτεί γύρω του και τον πολιορκούσαν. Έστρεψε την προσοχή του προς το νεαρό αγόρι που είχε διακριθεί για την ένταση της φωνής του από το πλήθος των παιδιών, που φώναζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν.

Με μια κίνηση των ματιών, του έδωσε να καταλάβει ότι είχε έρθει η σειρά του. Όλα τα άλλα παιδιά, πρόθυμα αποδέχτηκαν την επιλογή του γέροντα και σταμάτησαν τις φωνές.

Ο γέροντας κοίταξε το αγόρι για μια στιγμή και μετά άγγιξε για λίγο το μέτωπό του.

«Εσύ θα γίνεις μεγάλος επιστήμονας, θα διακριθείς πολύ, θα σε γράψει η ιστορία, αλλά δε θα είσαι ιδιαίτερα ευτυχισμένος στην προσωπική σου ζωή». Γελώντας το αγόρι απομακρύνθηκε. Όχι τόσο με αυτά που είχε ακούσει, δεν μπορούσε εξάλλου να εκτιμήσει την αξία τους εκείνη την στιγμή, αλλά περισσότερο γιατί είχε ξεχωρίσει στο παιχνίδι ανάμεσα στους φίλους του.

Η ιστορία επαναλήφθηκε αμέτρητες φορές εκείνο το απόγευμα. Κάθε απόγευμα άλλωστε, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο της παραλίας, τα παιδιά όλου του κόσμου πλησίαζαν τον Ιωνάθαν και με καθαρή φωνή και αγνή καρδιά, τον ρωτούσαν για το μέλλον τους. Ένα απλό παιχνίδι, αυτό ήταν όλο. Κι όπως σε όλα τα παιχνίδια των παιδιών, η αλήθεια και η φαντασία χορεύουν σε ένα ρυθμό που όσοι δεν είναι παιδιά, δεν μπορούν να τον καταλάβουν.

Μάθαιναν λοιπόν τα παιδιά από τον Ιωνάθαν τί τους επιφύλασσε το μέλλον και μετά, χωρίς να τους πειράζει αν τους είχε πει ότι θα γίνονταν οι μεγαλύτεροι επιστήμονες, καλλιτέχνες ή δολοφόνοι της ιστορίας, έφευγαν γελώντας κι έτρεχαν να συνεχίσουν το παιχνίδι τους με τα άλλα μέλη της συμμορίας.

Οι άλλοι γέροντες της Παραλίας, απορούσαν με το κουράγιο του Ιωνάθαν. Είχαν αποκτήσει όλοι το χάρισμα της απόλυτης καρτερίας, αλλά θαύμαζαν την υπομονή του. Κατά βάθος, μπορεί και να τον ζήλευαν που τα παιδιά του έδειχναν μια καταφανή προτίμηση.

«Α, εσύ είσαι ταγμένη για μεγάλα πράγματα, κυρία μου. Πολλοί άνθρωποι θα κρέμονται από την φούστα σου, όλος ο κόσμος σχεδόν, αλλά εσύ δε νομίζω ότι θα νιώσεις ποτέ την αληθινή αγάπη. Έτσι είναι αυτά, δεν πειράζει». Το ξανθόμαλλο κοριτσάκι έστειλε ένα φιλί στον γέροντα και απομακρύνθηκε τραγουδώντας.

Τα υπόλοιπα παιδιά, μαζεύτηκαν γύρω από τον Ιωνάθαν επαναλαμβάνοντας τραγουδιστά: «Τί θα γίνω εγώ όταν θα μεγαλώσω, τί θα γίνω εγώ;»

Ωραία χρόνια, ανέμελα. Η ζωή τους ήταν ένα απόγευμα στην Παραλία, με τους γέροντας να συζητούν και τα παιδιά να παίζουν και να φωνάζουν.

«Τί θα γίνω εγώ όταν θα μεγαλώσω, τί θα γίνω εγώ;»: Ο Ιωνάθαν δεν κουραζόταν ποτέ. Όλα τα παιδιά του κόσμου, περνούσαν και ξαναπερνούσαν γελώντας από μπροστά του εκείνο το απόγευμα. Σε όλα θα έλεγε τί τα περίμενε στη ζωή τους και μετά, όταν έφευγαν ξένοιαστα για να πάνε για παιχνίδι, το ξεχνούσαν, για να ξαναγυρίσουν λίγο αργότερα και να ζητήσουν στον χαμογελαστό γέροντα να ξετυλίξει τον μίτο της ζωής τους σε μια μικρή φράση.

«Τί θα γίνω εγώ όταν θα μεγαλώσω, τί θα γίνω εγώ;»: Ο Ιωνάθαν τέντωσε τα μάτια του και κοίταξε με προσοχή ένα αγόρι. Συγκίνηση, αυτό ήταν. Παράξενο, πρώτη φορά αισθανόταν συγκίνηση. Αγαπούσε όλα τα παιδιά, όλα τα παιδιά του κόσμου από κάθε στιγμή του χρόνου, ήταν παιδιά του, αλλά εκείνο το αγόρι ήταν διαφορετικό.

Κράτησε το βλέμμα του πάνω στο αγόρι, και του χαμογέλασε. Τα άλλα παιδιά της ομάδας, κατάλαβαν ότι αυτός ήταν ο νικητής στο παιχνίδι τους και άνοιξαν δρόμο για να τον βοηθήσουν να πλησιάσει τον Ιωνάθαν.

Ο Ιωνάθαν τον σήκωσε με χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Εσύ αγόρι μου θα ζήσεις μια πολύ όμορφη ζωή και θα κάνεις ευτυχισμένους όσους θα βρίσκονται δίπλα σου. Και τα παιδιά σου, θα σε θυμούνται πάντα με αγάπη και δε θα σβήσεις ποτέ από την καρδιά τους, ακόμα κι όταν θα φύγεις από τον κόσμο πονεμένος για να έρθεις να μας βρεις».

Το αγόρι έμεινε αμήχανο. Δεν ήταν έτσι το παιχνίδι, δεν έλεγε τόσα πολλά λόγια ο γέροντας στα παιδιά, ούτε τα κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του τόση ώρα με δάκρυα στα μάτια.

Κοιτάζοντας πίσω του παραξενεμένο, το αγόρι απομακρύνθηκε για να βρει την υπόλοιπη παρέα και να συνεχίσει το παιχνίδι του.

Ο Ιωνάθαν ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν. Γονάτισε στην άμμο και έκλεισε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του για να μη τον βλέπουν οι άλλοι γέροντες να κλαιει. Τα παιδιά, λες και κατάλαβαν ότι έπρεπε να τον αφήσουν μόνο του εκείνη την στιγμή, εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους γέλια και ξένοιαστες φωνές.

«Είσαι καλά, Ιωνάθαν; Δε σε έχουμε ξαναδεί ποτέ έτσι, τί σου συνέβη;». Η αντίδρασή του μόλις είδε το αγόρι, είχε βάλει όλους τους γέροντες σε σκέψεις: Τί είχε πάθει ο Ιωνάθαν; Ήταν δυνατό να...

«Το αγόρι αυτό κάτι σου θύμισε, έτσι δεν είναι; Το ήξερες, είχες ζήσει μαζί του, γι αυτό συγκινήθηκες! Τώρα κατάλαβα» είπε ο Ιππόλυτος κοιτάζοντας τους άλλους γέροντες με το ύφος του πρώην ανθρώπου που είχε ξαναανακαλύψει το νόημα της ζωής:

«Αυτό το αγόρι ήταν ο γιος σου, έτσι δεν είναι;». Ο Ιππόλυτος κοίταξε θριαμβευτικά προς τους άλλους γέροντες που τον κοιτούσαν με επιδοκιμασία για την ευστροφία του.

«Το καταλαβαίνω, δεν είναι μικρό πράγμα να...»

«Δεν ήταν ο γιος μου» είπε με χαμηλή φωνή ο Ιωνάθαν.

«Μα τί λες, και τότε ποιος ήταν;» είπε με απορημένο ύφος ο Ιππόλυτος.

Κουνώντας τα κεφάλια τους, οι γέροντες άρχισαν να περπατούν γύρω από τον Ιωνάθαν. Αυτό που είχε συμβεί ήταν πρωτόγνωρο, κανείς τους ποτέ δεν είχε βρεθεί σε τέτοια κατάσταση συναισθηματικής φόρτισης.

Γονατισμένος πάνω στην άμμο, ο γέροντας δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυά του. Ο Ιππόλυτος τον πλησίασε και τον άγγιξε στον ώμο.

Ο Ιωνάθαν γύρισε προς τη μεριά του και του χαμογέλασε ευτυχισμένος.

«Αυτό το παιδί ήταν ο πατέρας μου»...

 
     

^