ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Η Κυρία τ' Ουρανού.

 
 

«Captain Alex Fragias and his crew welcome you onboard to Lufthansa's flight 535 to Caracas».

Ο Αντώνης δεν πίστευε στ' αυτιά του. Αλέξανδρος Φραγκιάς... ο παλαιός του συμμαθητής που πάντα έλεγε ότι θα γίνει πιλότος, αλλά κανείς ποτέ δεν τον πίστευε; Και τί γύρευε σε μια γερμανική αεροπορική εταιρεία, αν βέβαια ήταν αυτός;

Είχε να δει τον Αλέξανδρο περισσότερα από είκοσι χρόνια, αλλά κάπου είχε πάρει τ' αυτί του ότι ο Αλέξανδρος είχε γίνει πιλότος. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση, πόσοι πιλότοι με το όνομα Αλέξανδρος Φραγκιάς θα υπήρχαν; Όχι πολλοί, σίγουρα.

Μπήκε στον πειρασμό να σηκωθεί από την θέση του για να πάει να εξακριβώσει αν επρόκειτο για τον παλιό του φίλο, αλλά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να το κάνει αυτό αργότερα. Είχε εξάλλου άπλετο χρόνο στη διάθεσή του.

Την ώρα που το αεροπλάνο ετοιμαζόταν για απογείωση και όλα τα μέλη του πληρώματος επιτελούσαν με απόλυτο συγχρονισμό και ακρίβεια τις προετοιμασίες, σα να επρόκειτο για χορογραφία των μπαλέτων Κίροφ, ο Αντώνης είχε αλλού το μυαλό του: σκεφτόταν αυτό το ταξίδι, που του προέκυψε από το πουθενά.

Αλλά μήπως κι ο θείος του ο Πελοπίδας, δεν είχε επανεμφανιστεί από το πουθενά στη ζωή του μετά από πολλά χρόνια; Κάποια μέρα τον πήρε τηλέφωνο στο γραφείο (πού είχε βρει άραγε το τηλέφωνό του;) και τον είχε καλέσει στο Καράκας για Χριστούγεννα. Εκεί ζούσε, είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει -πάλι!- οικογένεια. Ποιος ξέρει, ίσως ήταν μια κίνηση επαναφοράς του στην οικογένεια της Ελλάδας και ο Αντώνης ήταν το πρώτο βήμα. Είχαν, εξάλλου, πάντα μια ιδιαίτερη σχέση, ήταν ο αγαπημένος ανιψιός του θείου Πελοπίδα και όταν αυτός εξαφανίστηκε, η μητέρα του αντί να σκέφτεται την γυναίκα του που είχε αφήσει σύξυλη μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, έψαχνε να βρει έναν τρόπο να δικαιολογήσει τον θείο του στον Αντώνη.

Περασμένα, ξεχασμένα, νόμιζε. Τον είχε ξεχάσει τον θείο Πελοπίδα μέχρι την ώρα που αυτός εμφανίστηκε πάλι και του ζήτησε να βρεθούν στη Βενεζουέλα όπου, φαίνεται, είχε γίνει μεγάλος και τρανός. Ο Αντώνης δεν είχε τίποτα να χάσει, γυναίκα, παιδιά, σκυλιά δεν άφηνε πίσω του, θα μπορούσε να αδράξει αυτήν τη μοναδική ευκαιρία και να κάνει ένα ταξίδι σε μια χώρα που δε θα ξανάβλεπε στη ζωή του...μάλλον, δηλαδή δε θα ξανάβλεπε.

Είχε απορροφηθεί στις σκέψεις του, όταν ένιωσε ότι το αεροπλάνο είχε αρχίσει να κινείται. Καράκας σούρχομαι, σκέφτηκε και βυθίστηκε σ' ένα γλυκό ύπνο...

Όταν άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε μια αεροσυνοδό που προσπαθούσε να ακουμπήσει ένα δίσκο πάνω στο τραπεζάκι του. Είχαν αρχίσει αναταράξεις και η φιλότιμη κοπέλα αντιμετώπιζε τα προβλήματα που ολοένα μεγάλωναν, ανέκφραστη.

Ο Φραγκιάς, σκέφτηκε ο Αντώνης και σηκώθηκε από τη θέση του για να τον επισκεφτεί στο πιλοτήριο. Η αεροσυνοδός του έκανε ένα ευγενικό νόημα ότι θα ήταν καλύτερα να κάτσει στη θέση του. Μισό λεπτό, πάω στον κυβερνήτη, της είπε ο Αντώνης, δείχνοντας ότι δε θα δεχόταν το «όχι» σαν απάντηση.

Χτύπησε την πόρτα του πιλοτηρίου, σαν γκρουμ ξενοδοχείου που χτυπούσε την πόρτα ενός δωματίου, για να αφήσει στους πελάτες ένα δίσκο με φαγητό.

Δεν πήρε απάντηση. Παράξενο, δεν μπορεί να μην τον είχαν ακούσει. Όταν δεν πήρε απάντηση ούτε τη δεύτερη φορά που χτύπησε, άρχισε να ανησυχεί. Οι αναταράξεις στο αεροπλάνο, εν τω μεταξύ, μεγάλωναν.

άνοιξε με θράσος την πόρτα του πιλοτηρίου και κοίταξε προς τους πιλότους. Ο Αλέξης, αυτός ήταν, το αναγνώρισε αμέσως, αν και είχε χάσει την πλούσια χαίτη που είχε στο σχολείο.

«Αλέξη, με θυμάσαι; Είμαι ο Αντώνης Γκαϊτατζής, ο συμμαθητής σου από το σχολείο. Τί γυρεύεις εδώ, βρε θηρίο;». Ο Αλέξανδρος γύρισε με ένα πολύ ενοχλημένο ύφος. Ποιος είχε αφήσει αυτόν τον άγνωστο να μπει στο πιλοτήριο και μάλιστα εκείνη την τόσο κρίσιμη ώρα;

«Περάστε έξω» του είπε, «θα τα πούμε μετά. Αυτήν την ώρα όπως βλέπετε δεν μπορούμε να σας μιλήσουμε».

Το γαϊδούρι. Όχι μόνο δεν τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά τον πέταξε έξω και μάλιστα μιλώντας του στα αγγλικά. Ποιος νόμιζε ότι ήταν; Φαίνεται ότι τα χρόνια στην Γερμανία τον είχαν αλλάξει.

Γυρίζοντας θυμωμένος στη θέση του, ένιωσε το πάτωμα να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Το αεροπλάνο χόρευε πάνω στα σύννεφα, σ' ένα ακανόνιστο και ενοχλητικό ρυθμό. Κοίταξε τριγύρω του και αισθάνθηκε ότι το πλήρωμα, αν και ασφαλώς είχε εκπαιδευτεί στη διαχείριση κρίσεων στον αέρα, βρισκόταν σε κατάσταση αγωνίας... η αεροσυνοδός μπροστά του, μάλλον είχε περάσει στην αρχή του πανικού, αλλά προσπαθούσε να κρύψει αυτό το γεγονός, καταρχήν από τον εαυτό της. Κάθισε γρήγορα στη θέση του και δέθηκε. Μήπως έπρεπε να αρχίσει να ανησυχεί; Μάλλον, αν έκρινε από τις αντιδράσεις των διπλανών του.

«Παρακαλούμε καθίστε στη θέση σας και βεβαιωθείτε ότι είστε προσδεμένοι». Η φωνή της συνοδού περισσότερο ανησύχησε στους επιβάτες, παρά τους καθησύχασε. «Έχουμε μπει σε ένα κύμα αναταράξεων, μην ανησυχείτε, θα το ξεπεράσουμε». Καθόλου πειστικός ο τόνος της φωνής της!

Ο Αντώνης κοίταξε έξω από το παράθυρό του. Η καταιγίδα μαινόταν και οι αστραπές που, λες και έπεφταν πάνω στα φτερά του αεροπλάνου, δημιουργούσαν ένα πολύ θεαματικό σκηνικό.

«Είμαι αναίσθητος» σκέφτηκε ο Αντώνης, κοιτάζοντας τα πρόσωπα των άλλων επιβατών. «Οι άλλοι ανησυχούν, κλαίνε και οδύρονται, και εγώ κοιτάζω έξω από το παράθυρό μου σα να βλέπω μια ταινία καταστροφής».

Τα πράγματα ήταν πλέον άσχημα: τα κλάματα των γυναικών διαπερνούσαν τ' αυτιά του και έφταναν μέχρι την καρδιά του, που είχε αρχίσει -επί τέλους- να συγκινείται. Ορισμένοι είχαν πλέον εναποθέσει τις ελπίδες τους στο Μεγάλο τους Φίλο και προσεύχονταν για να ζητήσουν την βοήθειά Του. Α βρε θείε Πελοπίδα, όπου εμφανιζόσουν εσύ, ερχόταν η καταστροφή.

Ο Αντώνης κοίταξε ασυναίσθητα έξω από το παράθυρό του ...μάλλον τον γελούσαν τα μάτια του, μάλλον είχε πέσει θύμα παράκρουσης, δεν εξηγούνταν διαφορετικά αυτό που έβλεπε: Πάνω στο φτερό, μέσα στη βροχή και ανάμεσα στις αστραπές, μια γυναίκα στεκόταν και λες και μιλούσε μόνη της.

Η γυναίκα βρισκόταν έξω από το αεροπλάνο, πάνω στο φτερό! Αδύνατον, η φαντασία του, του έπαιζε κάποιο άγριο παιχνίδι, λες και ήθελε να τον εκδικηθεί που τόσα χρόνια είχε μια εξήγηση για κάθε τι.

Μια γυναίκα πάνω στο φτερό του αεροπλάνου!

Ξανακοίταξε. Ξανά και ξανά. Τα μάτια του δεν τον γελούσαν. Η γυναίκα ήταν ακόμα εκεί και περιφερόταν ανήσυχη πάνω στα φτερό. Αγνοώντας κάθε κανόνα φυσικής και τα καιρικά φαινόμενα που ξεπερνούσαν κάθε γήινο μέτρο, η γυναίκα προχωρούσε από τη μια μεριά του φτερού στην άλλη σα να προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος.

Προσπάθησε να φωνάξει, να δείξει τη γυναίκα στους άλλους επιβάτες. Κανείς δεν είχε μυαλό εκείνη την ώρα να κοιτάξει τον διπλανό του, πόσο μάλλον να κοιτάξει κάτι έξω από το παράθυρο που του έδειχνε ο διπλανός του. Όλοι ήταν βυθισμένοι σ' αυτό το βίαιο ταξίδι, τα πιο εφιαλτικά τους όνειρα είχαν πάρει σάρκα και οστά. Μπορεί ο τρόπος που αντιδρούσε ο καθένας να ήταν διαφορετικός, αλλά τους ένωνε η αναμονή του μοιραίου, αυτού που όλοι οι άνθρωποι αποδιώχνουν πάντα από την σκέψη τους.

Ώστε έτσι είναι λοιπόν; Έτσι γίνεται όταν έρχεται εκείνη ώρα, χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς χρόνο να προετοιμαστούμε κι ενώ έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει, το παρακολουθούμε σα θεατές, λες και συμβαίνει σε κάποιον άλλο.

Το αεροπλάνο έχανε ύψος -μάλλον σε ελεύθερη πτώση βρισκόταν- και ο Αντώνης ένιωσε ότι δεν είχε πια την πολυτέλεια να φέρεται σαν κακομαθημένη κυρία του καλού κόσμου που βλέπει μια εικόνα δυστυχίας μπροστά στα μάτια της και σχολιάζει μ' ένα απίστευτα επιφανειακό ύφος «τι κρίμα», ενώ αγωνιά μήπως έχει χαλάσει το μακιγιάζ της. Αυτό που συνέβαινε τον αφορούσε άμεσα, όσο ακριβώς αφορούσε και όλους αυτούς που ένα άγνωστο πεπρωμένο τους είχα κάνει συνταξιδιώτες σ' αυτήν την πτήση θανάτου.

Οι στιγμές που πέρασαν του φάνηκαν σαν αιώνες. Μπροστά από τα μάτια του περνούσαν εικόνες και ήχοι από τη ζωή του, μέρη οικεία, πρόσωπα αγαπημένα που είχαν φύγει, κι άλλα που σύντομα θα χάνονταν. Και ανάμεσα τους, έμπαιναν σα σφήνα οι εικόνες από το αεροπλάνο, δημιουργώντας ένα βίαιο ψηφιδωτό στιγμών.

Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα είχαν σταματήσει να ενημερώνουν τους επιβάτες. Κατάλαβαν άραγε τη ματαιότητα ή κρατούσαν αδιάλειπτα στραμμένη την προσοχή τους στην διαχείριση της κρίσης με τα μέσα που τους έδινε η τεχνολογία και ο ανθρώπινος παράγοντας στον χειρισμό της; Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.

Ο Αντώνης ξανακοίταξε έξω από το παράθυρό του. Η γυναίκα βρισκόταν ακόμα πάνω στο φτερό του αεροπλάνου. «Αν βγω ζωντανός από εδώ, τότε θα προσπαθήσω να εξηγήσω αυτό που συμβαίνει» σκέφτηκε. Η ένταση των στιγμών τον είχε κάνει να αντιμετωπίζει αυτό το εξωπραγματικό συμβάν σαν ένα ακόμα περιστατικό ανάμεσα στα τόσα άλλα που συνέβαιναν στο αεροπλάνο. Αλλά, τί παράξενο, ο Αντώνης αισθανόταν ότι η άγνωστη φίλη του προσπαθούσε να σώσει το αεροπλάνο. Δεν ήξερε γιατί το αισθανόταν αυτό, αλλά ήταν σίγουρος ότι η άγνωστη γυναίκα βρισκόταν τόση ώρα έξω στην βροχή για να τους βοηθήσει. Ίσως αυτή του η βεβαιότητα να γινόταν κάποια στιγμή αργότερα case study για την ανάλυση της πνευματικής διαταραχής ανθρώπων που μπορεί να ταξιδεύουν στον ουρανό, αλλά διασχίζουν μια λίμνη, την Αχερουσία, σ' ένα δρόμο που δεν έχει επιστροφή.

Η γυναίκα γύρισε προς τη μεριά του και σήκωσε το βλέμμα της. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά και του έτεινε το χέρι της. Αυθόρμητα σήκωσε κι αυτός το δικό του και το κόλλησε στο παράθυρο του αεροπλάνου, σα να ήθελε να την αγγίξει. Μια ζεστασιά πλημμύρισε τη ψυχή του, μια ηρεμία που διαχύθηκε σε όλο του το σώμα του.

Ο Αντώνης βρέθηκε σ' ένα κόσμο γεμάτο ηρεμία και γαλήνη. Οι θόρυβοι είχαν σταματήσει, οι εφιαλτικές εικόνες που εναλλάσσονταν μπροστά στα μάτια του, είχαν σβήσει. Βρισκόταν κάπου αλλού και δεν ήθελε να φύγει από εκεί που ήταν.

«Is everything OK with you, sir;». Τα λόγια της αεροσυνοδού τον επανέφεραν στον κόσμο του αεροπλάνου.

Κοίταξε γύρω του. Αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα που χαμογελούσαν γεμάτα ανακούφιση, δακρυσμένα μάτια και ευχαριστίες σε μια δύναμη Μεγάλη που τους είχε βοηθήσει. Είχαν σωθεί.

Ο Αντώνης επιχείρησε να επαναφέρει στη μνήμη του τις τελευταίες στιγμές που είχαν χαθεί σε έναν ωκεανό υστερικών φωνών και ικεσιών. Προσπάθησε να διαλύσει το σύννεφο που βρισκόταν μπροστά στα μάτια του και έκρυβε αυτές τις τελευταίες στιγμές της κρίσης. Η εικόνα της γλυκιάς γυναίκας στο φτερό του αεροπλάνου που του χαμογέλασε, καθησυχάζοντάς τον, εμφανίστηκε πάλι μπροστά του. Τώρα θυμήθηκε την άγνωστη φίλη του που βρισκόταν σε όλη την διάρκεια της πτήσης πάνω στο φτερό του αεροπλάνου και προσπαθούσε -πώς ήταν τόσο σίγουρος γι αυτό, άραγε;- να τους βοηθήσει.

Η πρώτη του σκέψη ήταν να μιλήσει σε κάποιον, οποιονδήποτε, γι αυτό που είχε δει. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δε θα είχε νόημα. Σε ποιον να μιλήσει από όλους αυτούς τους παράξενους συνταξιδιώτες που του ήταν εντελώς άγνωστοι; Θα τον θεωρούσαν τρελό, σίγουρα, θα το απέδιδαν στην ένταση των στιγμών. Είναι παράξενος ο τρόπος που αντιδράει το ανθρώπινο μυαλό σε τέτοιες συνθήκες, έτσι θα έλεγε ο κόσμος. Βλέπει, ακούει, αισθάνεται πράγματα που δεν υπάρχουν... πράγματα που ίσως υπάρχουν αλλά δεν τα είχαμε ποτέ δει μέχρι εκείνη τη στιγμή που όλα άλλαξαν στα μάτια μας... ή μήπως και στην ψυχή μας; Δύσκολα θέματα, από αυτά που δημιουργούν αμηχανία και ίσως είναι καλύτερα να τα αφήνεις φυλαγμένα βαθιά μέσα σου.

Περνώντας προς την έξοδο του αεροπλάνου, το βλέμμα του έπεσε στο πιλοτήριο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, εκείνη την ώρα έβγαινε ο κυβερνήτης. Ο Αλέξανδρος κοίταξε προς τη μεριά του. Του χαμογέλασε και του έκανε νόημα να έρθει μέσα στο πιλοτήριο.

«Αντώνη, συγγνώμη που δε σου μίλησα την ώρα που ήρθες να με δεις. Μη με κοιτάς έτσι, αμέσως σε αναγνώρισα, δεν έχεις αλλάξει καθόλου εξάλλου, αλλά δε μπορούσα να σου μιλήσω εκείνη την ώρα. Είχαμε πρόβλημα, πού να σου λέω. 'Αστα, άστα, θα τα πούμε ίσως κάποια άλλη στιγμή».

«Μα τί έγινε, ρε Αλέξανδρε; Τρόμαξα πολύ, ήμουνα σίγουρος ότι είχε έρθει η ώρα μου».

«Είχε έρθει η ώρα σου, καλά το είπες. Κι η δική σου, κι όλων μας. Πέφταμε και τίποτα δεν μπορούσε να μας κρατήσει».

«Και τότε τί έγινε, πώς σωθήκαμε;»

«Δεν είναι τώρα η ώρα να τα πούμε, πρέπει να αδειάσουμε το αεροπλάνο. Αλλά μη νομίζεις ότι και αργότερα θα μπορώ να σου απαντήσω. Ούτως ή άλλως δεν επιτρέπεται να μιλάμε γι αυτά (κοίταξε προς τη μεριά του Αντώνη χαμογελώντας), ακόμα κι αν πρόκειται για έναν συμμαθητή που έχουμε να το δούμε... αλήθεια, πόσα χρόνια πάνε; Δεκαπέντε, είκοσι; Πώς περνάει έτσι καιρός! Ένα μόνο σου λέω, αυτό που συνέβη εγώ μπορώ να το αποδώσω μόνο σε θαύμα. Τ' ακούς, θαύμα!». Τις τελευταίες λέξεις τις είπε ο Αλέξανδρος με φωνή τρεμάμενη. Κοίταξε τον φίλο του με νόημα και έκλεισε την πόρτα του πιλοτηρίου.


Είδε από μακριά τον θείο Πελοπίδα. Καθόλου δεν είχε αλλάξει ο άτιμος! Του είχε κάνει φαίνεται καλό το κλίμα της Βενεζουέλας... και η νέα του σύζυγος, σκέφτηκε ο Αντώνης, κοιτάζοντας την εντυπωσιακή ώριμη γυναίκα που στεκόταν στο πλευρό του θείου του.

Λίγο πριν φτάσει στο θείο του, ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του. Γύρισε απότομα και είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα -ντόπια, προφανώς- που κρατούσε ένα ματσάκι λουλούδια στα χέρια της. «Δεν έχω από τα χρήματά σας» της έκανε νόημα με χειρονομίες. «Δε θέλω χρήματα» του απάντησε η γυναίκα στην ίδια γλώσσα των νευμάτων, «απλά σου δίνω αυτά τα λουλούδια».

Παράξενη επιτροπή υποδοχής των τουριστών σ' αυτήν την χώρα, σκέφτηκε ο Αντώνης, παίρνοντας τα λουλούδια. Η ηλικιωμένη γυναίκα του έσφιξε το χέρι και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια:

«Βίρχεν... ντε λοσχιέλος» του είπε με έμφαση, χωρίς να αφήνει το χέρι του. Δεν άκουσε καλά τα λόγια της δεν κατάλαβε τι του έλεγε η γριά, ίσως έφταιγε το ότι έλειπαν τα περισσότερα από τα μπροστινά της δόντια.

«Ναι, ναι, σας ευχαριστώ. Μόλις ήρθα, καθίστε να συνέλθω και θα τα πούμε αργότερα» της έγνεψε, καθώς απομακρυνόταν με το ματσάκι των λουλουδιών στα χέρια του. «Χέλια, έχει χέλια η Bενεζουέλα;», σκέφτηκε καθώς έφτανε τον θείο Πελοπίδα.

«Ρε θείε, σου' χει κάνει καλό εσένα η Βενεζουέλα, ξανάνιωσες μου φαίνεται!» του είπε καθώς έπεσε στην αγκαλιά του.


«Η Παναγία εμφανίζεται και μας βοηθάει, ακόμα και σήμερα. Σε κάθε χώρα, έχει και διαφορετικό όνομα. Την συναντάμε παντού ανά τους αιώνες, αλλά είναι η ίδια, η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού, που εμφανίζεται για να μας δώσει κουράγιο και να μας βοηθήσει. Μια από συνηθέστερες προσευχές που λένε στο 'Αγιον Όρος είναι “Υπεραγία Θεοτόκε, Σώσον ημάς”. Αυτό δεν είναι τυχαίο, στην σημερινή μας διάλεξη θα αναφερθούμε στην Παναγίες όλου του κόσμου... στην Παναγία μας».

Ο νεαρός φοιτητής της Θεολογίας κοίταξε τις σημειώσεις του: Εικόνες της Παναγίας, απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Παντού, εμφανιζόταν σαν μια νεαρή γυναίκα με ένα γλυκό χαμόγελο που θερμαίνει την καρδιά και μας γεμίζει ελπίδα τις δύσκολες στιγμές.

Το μάτι του έπεσε πάνω σε μια εικόνα μιας πολύ όμορφης νεαρής γυναίκας. Μια από τις πολλές Παναγίες του κόσμου, από τη Λατινική Αμερική. Κοίταξε προσεκτικότερα τον τίτλο κάτω από την εικόνα: Virgen Maria de los cielos (Βίρχεν Μαρία ντε λος χιέλος), «Η Παναγία των Ουρανών».


Ίσως ήταν οι μέρες των Χριστουγέννων, δεν ξέρω. Ίσως πάλι μια οπτασία που η -αχαλίνωτη- φαντασία μου εμφάνισε πάνω στο φτερό του αεροπλάνου σ' ένα πρόσφατο ταξίδι μου. Μετά, όλα τ' άλλα ήρθαν μόνα τους.

 
     

^