ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Η επιστροφή.

 
 

- Μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας; Όπως βλέπετε δεν υπάρχουν άλλα τραπέζια διαθέσιμα και τα πόδια μου δεν με κρατάνε.

Η γυναίκα σήκωσε ενοχλημένη τα μάτια της και τον κοίταξε χωρίς να του μιλήσει. O άντρας που της μίλησε ήταν πολύ νέος για να ισχυρίζεται ότι δεν τον κρατούσαν τα πόδια του.

- Δεν θα καθίσω πολύ, ένα ποτό θα πιω. Δε θα σας ενοχλήσω, μια επιστροφή έχω να κάνω μόνο και θα φύγω. Και αν έρθει η παρέα σας, θα φύγω αμέσως.

Δεν πρόσεχε τα λόγια του, απλά έφερε στο μυαλό της τις τελευταίες λέξεις του και του απάντησε βαριεστημένα:

- Δεν περιμένω παρέα.
- Ακόμα καλύτερα... Μην παρεξηγήσετε το σχόλιό μου, παρακαλώ, τόσο το καλύτερο για εμένα εννοώ, να, βλέπετε, πάλι μόνο τον εαυτό μου σκέφτομαι. Αν η παρουσία μου σας ενοχλεί, θα φύγω αμέσως, αλήθεια σας λέω.

Την ώρα που τελείωνε την πρότασή του, είχε ήδη καθίσει στο τραπέζι της. Την κοίταξε διακριτικά, δεν υπήρχε κανένας λόγος να την κάνει αισθάνεται πιεσμένη.

Ήταν πολύ γοητευτική, ο χρόνος φαινόταν να την έχει σεβαστεί. Λες και φρόντιζε να αντικαταστήσει την εξωτερική φρεσκάδα που χανόταν μέρα με τη μέρα με μια εσωτερική λάμψη που κρατούσε την γοητεία της γυναίκας αναλλοίωτη.

- Καπνίζετε, μπορώ να σας προσφέρω ένα τσιγάρο;

Για μια ακόμη φορά, η γυναίκα δεν του μίλησε. Τον αγνοούσε επιδεικτικά; Ίσως όχι, ίσως απλά του έδινε χρόνο να κοιτάξει μπροστά του και να δει στο τασάκι του τραπεζιού ένα τσιγάρο που μισόκαιγε. Το βλέμμα του πλανήθηκε σε όλα τα αντικείμενα του τραπεζιού και τελικά έπεσε και στο τασάκι. Ο άντρας κοκκίνισε.

- Ποιος ξέρει τί θα νομίσετε για εμένα! Δεν είναι ότι ήμουν αφηρημένος, απλώς έχω πάντα συγκεκριμένα λόγια να πω σα να έχω ένα ρόλο να παίξω. Πάντα, σε όλη μου τη ζωή, λες και υπάρχει μια συγκεκριμένη ατάκα για την κάθε περίσταση. Κι εγώ, χωρίς να κοιτάζω τι γίνεται γύρω μου, είμαι αναγκασμένος να την πω, ακόμα κι αν τελικά γίνω, όπως τώρα ας πούμε, ρεζίλι.
- Δεν έγινες ρεζίλι, κάθε άλλο. Αν θέλεις μάλιστα να ξέρεις, ήσουν πολύ χαριτωμένος. Ξέρεις, αυτό το βράδυ είναι πολύ παράξενο για εμένα. Βγήκα για πρώτη φορά μετά από τρία, τέσσερα μπορεί να είναι, χρόνια μόνη μου.
- Και γιατί διαλέξατε αυτό το μέρος;

Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα κουρασμένο ύφος.

- Νοιώθω αγόρι μου ότι δεν έχω την απαιτούμενη υπομονή αυτήν την στιγμή για μερικά πράγματα. Όπως, παραδείγματος χάριν, να σου εξηγήσω πώς αποφάσισα να έρθω εδώ. Το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που με ενδιαφέρει τώρα, είναι μια συμβατική κουβέντα με έναν άγνωστο νέο άντρα... και ξενέρωτο, μουρμούρισε.
- Να μια ωραία σύμπτωση, ούτε εγώ θα ήθελα να συζητάω για συμβατικά πράγματα. Λοιπόν, ξέρετε, δε θα χρησιμοποιήσω καμία από τις ατάκες μου στη συζήτησή μας, θα αφήσω την φαντασία μου ελεύθερη.
- Καλή ιδέα, ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να διαπιστώσεις αν έτσι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα σε μια συζήτηση. Στο κάτω-κάτω, αν δεις ότι δεν τα καταφέρνεις, μπορείς πάντα να καταφύγεις στον συνηθισμένο τρόπο σου. Αλλά να ξέρεις, όταν θα γίνει αυτό, θα σου κάνω νόημα να φύγεις από το τραπέζι μου και εσύ θα φύγεις χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τι λες, σου φαίνεται δίκαιο;
- Και τι είναι δίκαιο σε αυτήν τη ζωή τελικά για να είναι αυτό; Αλλά πάντως, αν θα έπρεπε να απαντήσω θα έλεγα ότι, ναι, μου φαίνεται δίκαιο.

Ήταν η πρώτη στιγμή από την ώρα που είχαν ξεκινήσει να μιλάνε που η γυναίκα αισθάνθηκε ότι ίσως τελικά η έμπνευση που είχε να βγει εκείνο το βράδυ ήταν καλή. Ναι, μια ζωντανή συζήτηση χωρίς παρτιτούρες, αυτό είχε ανάγκη. Τα είχε βαρεθεί, εξάλλου τόσα χρόνια τα καθωσπρέπει. Θα ήταν βέβαια υποκριτικό, το αναγνώριζε αυτό, να εμφανίζεται τώρα σαν ένας άνθρωπος που εκτιμάει την αληθινή επικοινωνία. Τόσα χρόνια, είχε ζήσει μια ζωή αποστασιοποιημένη από όλους τους ανθρώπους που την περιέβαλαν, ακόμα και τον σύζυγό της. Είχε απολαύσει την πληρότητα της κενότητας. Πάντα, παντού, στην επικοινωνία, στις σχέσεις, ακόμα και στην ερωτική ζωή. Και χάρη σε αυτά, να, σήμερα μπορούσε να κοιτάζει πίσω της χωρίς να αισθάνεται πληγωμένη για κάτι που είχε χάσει. Δεν είχε χάσει τίποτα, ίσως γιατί δεν επεδίωξε ποτέ να κερδίσει κάτι. «Τουρίστρια της ζωής», έτσι αποκαλούσε τον εαυτό της. Ζούσε σε έναν κρυστάλλινο πύργο γεμάτο φώτα και γέλια και ποτέ της δεν επεδίωξε να βγει από αυτόν. Δεν την ενοχλούσε τίποτα, λες και η ζωή που ζούσε δεν ήταν παρά το ζέσταμα για τον αληθινό αγώνα της ζωής που θα ξεκινούσε αργότερα.

Όχι, όχι, δεν ήταν αυτό. Απλά, εδώ και τριάντα χρόνια ζούσε την ζωή μιας άλλης. Την δική της ζωή, την αληθινά δική της, την είχε κλειδώσει βαθιά μέσα στην ψυχή της και την φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού, σαν τα μικρά παιδιά που δεν φοράνε τα καινούργια τους παπούτσια για να μην τα λερώσουν. Κι όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά... τί παράξενο, όσο περνούσαν τα χρόνια, οι εικόνες από εκείνο το βράδυ έρχονταν στο μυαλό της όλο και πιο ζωντανές. Πώς είχαν περάσει τόσα χρόνια ξένης ζωής!

- Κάτι σκέφτεστε, έτσι δεν είναι; Κάτι προσωπικό, ασφαλώς που, προφανώς, δεν θα θέλετε να μοιραστείτε μαζί μου. Το καταλαβαίνω, μην ανησυχείτε.

Η φωνή του άντρα είχε διαλύσει τις εικόνες από το παρελθόν. Λοιπόν αυτός ο νεαρός άγνωστος ήταν ο ιδανικός ακροατής. Ήταν τόσο... άχρωμος, ναι άχρωμος, σα να είναι διαφανής, κάθε λέξη της τον διαπερνούσε και χανόταν στο δωμάτιο. Ήταν απλά εκεί, χωρίς να είναι. Δεν μιλούσε κι όταν μιλούσε έλεγε ασήμαντα πράγματα χωρίς σημασία, απλά κάθε τόσο κοίταζε τη στάθμη του ποτού, σα να ήξερε ότι ο διαθέσιμος χρόνος του εξαρτιόταν από αυτήν.

- Λοιπόν αγόρι μου, δεν ξέρω πώς σου φαίνομαι... πιθανότατα με βλέπεις σα μια γυναίκα σίγουρη, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ε λοιπόν, εγώ δεν είμαι αυτή που βλέπεις, είμαι κάποια άλλη. Δε θα με καταλαβαίνεις μάλλον, θα σκέφτεσαι μέσα σου, τί λεει αυτή η τρελόγρια...

Δάγκωσε τα χείλια της. Πρώτη φορά είχε χρησιμοποιήσει για τον εαυτό της μια τέτοια λέξη. Αυτός ο άγνωστος νεαρός που εμφανίστηκε από το πουθενά είχε απελευθερώσει τη γλώσσα της και έλεγε πράγματα που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε πει σε κανέναν... Ούτε βέβαια στον εαυτό της. Ποιόν εαυτό της; Τι ειρωνεία, ούτε αυτό ήταν ξεκάθαρο.

Ίσως ανοίχτηκε στον άγνωστο άντρα επειδή δε θα τον ξανάβλεπε. Μάλλον αυτό ήταν. Αφού ούτε το όνομά του ήξερε, δεν γνώριζε ο ένας τίποτα για τον άλλον. Αυτός ο νεαρός άντρας, που καθόταν μαζεμένος μπροστά της χωρίς να μιλάει και, λες και η μόνη του αγωνία ήταν πότε θα τελειώσει το ποτό του για να φύγει, αυτός είχε βρει το κουμπί της και, χωρίς να το καταλάβει προφανώς, το είχε πατήσει.

Την ώρα που τα σκεφτόταν αυτά, μια εικόνα εμφανίστηκε σαν φλας στα μάτια της. Μια εικόνα από εκείνο το βράδυ πριν από τριάντα χρόνια. Ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου δύο κοπέλες κάθονταν σε ένα τραπέζι. Πάνω τους στεκόταν ένας άντρας και τους έδειχνε κάτι χαρτιά. Οι κοπέλες χαχάνιζαν και, κάθε τόσο, γύριζαν προς τη μεριά του άντρα και κάτι του έλεγαν.

Τις κοπέλες τις αναγνώρισε, ειδικά η μία από τις δύο, της ήταν πολύ γνωστή.. ήταν αυτή η ίδια! Μια στιγμή! Όχι, η άλλη κοπέλα ήταν ο εαυτός της. Πριν μπερδευτεί, κατέληξε στο ασφαλές και σίγουρο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για την ίδια και την φίλη της, αδελφή την έλεγε, την Βασιλική. Αλλά αυτός ο άντρας ποιος ήταν; Ίσως να θυμόταν αν μπορούσε να ανακαλέσει το πρόσωπό του μέσα από την στιγμιαία εμφάνισή της εικόνας από εκείνο το βράδυ. Γνωστή φυσιογνωμία, ήταν σίγουρη ότι κάπου τον είχε ξαναδεί.

Να, τώρα, ο άντρας γυρνούσε σιγά-σιγά προς τη μεριά της, σαν πρωταγωνιστής που στρέφεται προς την κάμερα. Ήταν έτοιμη να δει το πρόσωπό του...

- Όχι, όχι, δε νομίζω ότι είσαστε τρελή, κάθε άλλο.

Η εικόνα που είχε στο μυαλό της διαλύθηκε την στιγμή που ο άγνωστος άντρας της ανάμνησης του σκοτεινού δωματίου ήταν έτοιμος να της αποκαλύψει το πρόσωπό του! Προσπάθησε να ξεχάσει τον εκνευρισμό της και να συνεχίσει την κουβέντα με τον ξενέρωτο συνδαιτυμόνα της.

- Δεν έχω κανένα παράπονο. Η απόφαση ήταν δική μου, κανείς δεν με υποχρέωσε να διαλέξω αυτό που διάλεξα. Έτσι είμαι εγώ, έτσι ήμουν πάντα, δεν είχα ποτέ κανέναν ανάγκη. Κανέναν... σταμάτα να κοιτάς αν άδειασε το ποτό σου, με αγχώνεις με το άγχος σου!

Αφού είχε αρχίσει να μιλάει για τον εαυτό της, θα το έκανε χωρίς περιορισμούς. Αυτός ο νεαρός φαινόταν να είναι η ιδανική περίπτωση για αυτό-ψυχανάλυση. Κάθε του σχόλιο, ευγενικό και σχεδόν αδιάφορο, της φαινόταν τόσο απόμακρο από την ουσία αυτών που του έλεγε. Δεν είχε αμφιβολία, αυτός ο άντρας ήταν η ιδανική λύση για να του εκμυστηρευτεί αυτό που την απασχολούσε και κρατούσε κρυφό ακόμα κι από τον εαυτό της, τόσα χρόνια.

- Ήμουν στα εικοσιπέντε, τότε, ξέρεις αυτήν την ηλικία που νιώθεις ότι μπορείς να πιάσεις τον κόσμο και να τον λιώσεις μέσα στα χέρια σου. Είχα μια φίλη... αυτή δεν ήταν φίλη, αδελφή ήταν κι ακόμα παραπάνω. Είμαστε συνέχεια μαζί, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Σοφία και Βασιλική: ήμασταν οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Τόσο διαφορετικές, αλλά συγχρόνως τόσο ίδιες βαθιά μέσα μας. Αυτή τόσο εύθραυστη, τόσο καλλιεργημένη, τόσο διακριτική, πάντα ντυμένη στην τρίχα. Κι εγώ, εγώ ήμουν φωνακλού και αθυρόστομη. Κι όσο για το ντύσιμό μου, σκέτο αγοροκόριτσο, δεν έδινα δεκάρα τσακιστή για την εμφάνισή μου. Έτσι έλεγα, τουλάχιστον. Κατά βάθος την ζήλευα την Βασιλική, αλλά ξέρεις πιο είναι το πιο αστείο. Κι αυτή με ζήλευε! Συμπληρώναμε η μία την άλλη...

Η γυναίκα ανασήκωσε το βλέμμα της. Περίεργο, μιλούσε με τον πρώτο τυχόντα για ένα θέμα που είχε καταχωνιάσει βαθιά στην καρδιά της για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Κοίταξε με ενδιαφέρον το νεαρό άντρα, φανταζόταν ότι θα θεωρούσε τα λόγια της ασυναρτησίες, αλλά είδε με έκπληξη ότι την παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.

Η ανάμνηση της Βασιλικής την είχε συγκινήσει. Έβγαλε ένα μαντηλάκι από την τσάντα της για να σκουπίσει τα δάκρυά της.

Το κράταγε πολύ καιρό μέσα της και είχε έρθει η ώρα να το βγάλει από πάνω της. Ο νέος άντρας κοίταξε τριγύρω του. Οι υπόλοιποι θαμώνες του μπαρ κοίταζαν προς την μεριά του. Για αυτούς, τους απέξω, ήταν ο άνθρωπος που είχε κάνει τη γυναίκα να κλάψει. Αυτήν την ώρα όμως, είχε πιο σοβαρά πράγματα να κάνει από το δώσει εξηγήσεις στους περίεργους που τους κοίταζαν.

- Και ένα βράδυ, ένα από αυτά τα ατέλειωτα βράδια που περνούσαμε συζητώντας με την Βασιλική, της είπα ότι θα ήθελα πολύ να είμαι σαν αυτήν στη ζωή μου. Γέλασε και μου είπε ότι και αυτή θα ήθελε να είναι σαν εμένα, είχε βαρεθεί τον εαυτό της!

Η γυναίκα γύρισε προς τα δεξιά της και κοίταξε με το πιο άγριο ύφος του κόσμου έναν κύριο από το διπλανό τραπέζι που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον αυτά που έλεγε:

- Μήπως δεν ακούτε καλά; Θα σας βόλευε να μιλάω πιο δυνατά;

Ο άντρας κοκκίνισε και με μια κίνηση του χεριού του αναζήτησε τον σερβιτόρο για τον λογαριασμό.

- Αδιάκριτοι, κουτσομπόληδες! Κάτι τέτοιοι άνθρωποι κρύβουν μια μεγάλη Κατίνα μέσα τους. Σου έλεγα λοιπόν ότι η Βασιλική ήθελε να γίνω εγώ και εγώ η Βασιλική! Τρελό, ε; Έτσι νομίζαμε κι εμείς, μέχρι που γνωρίσαμε αυτόν τον παράξενο τύπο που μας έλεγε κάτι ακατανόητα πράγματα για «μεταφορές». Ο ίδιος φαίνεται ότι είχε κάνει πολλές τέτοιες μεταφορές και δεν είχε ποτέ πρόβλημα στην επιστροφή. Τώρα καταλαβαίνεις ή μιλάω άδικα;
- Καταλαβαίνω όσο δεν φαντάζεστε, συνεχίστε παρακαλώ.

Ο νεαρός άντρας έδειχνε να βιάζεται. Το ποτό του τελείωνε, και μαζί μ' αυτό και χρόνος του...

- Ήμαστε παιδιά, τότε και δε δίναμε πολύ σημασία στο αύριο. Ήμαστε πολύ δεμένες με την Βασιλική, μας αρκούσε που μπορούσαμε να κάνουμε τις τρέλες μας και να είμαστε μαζί. Και όταν συμφωνήσαμε να κάνουμε αυτήν την μεταφορά που μας είπε αυτός ο μουρλός (μια σύσπαση πικρίας εμφανίστηκε στο πρόσωπο του νεαρού), σκεφτήκαμε ότι, ακόμα κι αν υπάρξει πρόβλημα στην επιστροφή, πάλι μαζί θά 'μαστε, εμείς δεν ήμασταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι, ήμασταν μια ομάδα. Αυτή η ομάδα θα έμενε η ίδια, ό,τι κι αν γινόταν! Αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τότε τι μας περίμενε!

Η γυναίκα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Ασφαλώς η ιστορία της θα είχε εξάψει την φαντασία του κάθε ακροατή. Ο νεαρός άντρας καθόταν απέναντί της χωρίς να δίνει επηρεασμένος από αυτά που είχε ακούσει. Είχε τελειώσει το ποτό του πριν από λίγο και πιπίλιζε το δεύτερο παγάκι. Μόλις και αυτό έλειωνε στο στόμα του, θα έπρεπε να φύγει. Είχε δεσμευτεί γι αυτό, δεν ήθελε να παρεκκλίνει από τις υποσχέσεις του. Εξάλλου τον περίμενε μια ακόμα συνάντηση μετά από αυτήν, δεν θα έπρεπε να αργήσει. άνοιξε με προσοχή την τσάντα του και έβγαλε ένα μεγάλο, σκονισμένο βιβλίο.

- Μου κάνει εντύπωση που δεν με έχεις ρωτήσει τί έγινε εκείνο το βράδυ. Ούτε αν ξαναείδα την Βασιλική από τότε. Καλά, δεν σ' ενδιαφέρει;
- Μην παρεξηγείτε, δεν είναι έλλειψη ενδιαφέροντος. Το αντίθετο μάλιστα. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το τί σας συνέβη εκείνο το βράδυ και τα όσα ακολούθησαν, γι αυτό είμαι άλλωστε εδώ σήμερα. Σας χρωστάω κάτι... Κοιτάξτε με προσεκτικά, σας θυμίζω κάτι μήπως;

Τον κοίταξε με προσοχή. Ναι, κάτι της θύμιζε... Οι εικόνες από εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο πριν από τριάντα χρόνια ξαναγύρισαν στα μάτια της. Οι δύο κοπέλες είχαν σηκωθεί από το τραπέζι και ήταν σφιχτά αγκαλιασμένες. Η μία τους ήταν καλοντυμένη, ενώ η άλλη φορούσε ένα αγορίστικο παντελόνι. Πίσω τους, συμπληρώνοντας την εικόνα της ιεροτελεστίας, βρισκόταν ο άγνωστος άντρας που κάτι διάβαζε. Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο και γύρισε προς μία από τις δύο κοπέλες, την πιο ατημέλητη.

- Θέ μου, αυτή ήμουν εγώ... τότε!

Η γυναίκα προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην εικόνα που περνούσε μπροστά από τα μάτια της. Με την φαντασία της, κοίταξε φευγαλέα τον άντρα που μόλις είχε κλείσει το βιβλίο.

Τινάχτηκε σα να είχε διαπεράσει το σώμα της ηλεκτρικό ρεύμα. Ο άντρας αυτός ήταν...

- Εγώ ήμουν, είμαι για την ακρίβεια. Ξέρω ότι σας είχα υποσχεθεί ότι θα επιστρέφατε η κάθε μία στη ζωή σας την επόμενη μέρα. Έκανα ένα λάθος, το αναγνωρίζω και έρχομαι, έστω και με καθυστέρηση, να τηρήσω την υπόσχεσή μου. Μη με κοιτάτε με αυτό το ύφος, σας βεβαιώνω ότι αυτή η περίοδος που πέρασε δεν έχει καμία αξία στο σύνολο του χρόνου...


Παραπατώντας η Σοφία σηκώθηκε και άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα. Το ήξερε πάντα ότι δεν ήταν αυτή η ζωή της, ότι τόσα χρόνια ζούσε τη ζωή της Βασιλικής. Οι εικόνες γυρνούσαν στο μυαλό της με ρυθμό που της προκαλούσε ναυτία.

Ο νεαρός άντρας δεν έκανε καμία προσπάθεια να την σταματήσει. Είχε ήδη ανοίξει το βιβλίο του και διάβαζε με αφοσίωση σε μια ακατανόητη γλώσσα.

Βγαίνοντας από το μπαρ, η Σοφία έπεσε πάνω σε μια ατημέλητη, ηλικιωμένη γυναίκα που ετοιμαζόταν να μπει. Χωρίς να την προσέξει, πάνω στην ταραχή της, την έσπρωξε και σχεδόν την πέταξε κάτω.

Η ηλικιωμένη γυναίκα σταυροκοπήθηκε και κούνησε το κεφάλι της. Κοίτα τρόπος, μουρμούρισε. Κι ούτε ένα συγγνώμη.

Κοίταξε προς τη μεριά της γυναίκας που απομακρυνόταν κλαίγοντας, καθώς κρατούσε το κεφάλι της. Η σιλουέτα που απομακρυνόταν, κάτι της θύμισε. Εκείνη τη μέρα είχαν συμβεί αρκετά παράξενα πράγματα από το πρωί, αλλά αυτό που άρχισε να συνειδητοποιεί ξεπερνούσε και την πιο άγρια φαντασία:

- Βασιλική, περίμενε, μην φεύγεις!

 
     

^