ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Ζούμε σε αυτό που οι προηγούμενοι αποκαλούσαν «μέλλον» και οι επόμενοι θα αποκαλούν «παρελθόν».
Το μόνο που μας κρατάει συνδεδεμένους είναι οι στιγμές...
 


Τί γυρεύω εγώ εδώ;

 
 

Το βλέμμα του έπεσε σ' ένα νεαρό που στεκόταν στη γωνία αμίλητος, μ' ένα άδειο βλέμμα στο πρόσωπό του.

- Λάμπη... εσύ δεν είσαι ο Λάμπης;

Πρέπει να ήταν αυτός, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί εκεί αυτό το παιδί. Τον θυμόταν αμυδρά, τον είχε ο πατέρας του σε μια από τις εταιρείες του. Προσωπικό πάσης χρήσης, χωρίς συγκεκριμένα καθήκοντα. Είχε όμως σταματήσει τη δουλειά, μπορεί και να τον έδιωξαν. Προβλήματα υγείας, λέγανε, αλλά είχε ακούσει ότι έπινε πολύ. Και μετά... ανεύρυσμα, κάτι τέτοιο είχε πάρει τα' αυτί του. Δεν είχε ασχοληθεί εξάλλου και πολύ. Αλλά είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε, τί γύρευε εκεί ο Λάμπης; Ο νεαρός άντρας γύρισε προς την πλευρά του και τον κοίταξε με έκπληξη:

- Γεια σου Αλέξανδρε. Ήρθες τελικά, ε; Σε περίμενα νωρίτερα.

- Μόλις ήρθα και μάλιστα δεν ξέρω ακριβώς πώς έγινε. Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι μου συνέβη. Μπορείς να μου εξηγήσεις;

- Θα μάθεις, αγόρι μου, μην ανησυχείς, θα μάθεις.

Είδε μια ειρωνεία στα μάτια του Λάμπη, έτσι του φάνηκε τουλάχιστον. Ήταν καλό παιδί απ' ότι θυμόταν, αλλά είχε μπλέξει, είχε χρέη και τον κυνηγούσανε, κάτι τέτοιο. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.

Δεν ήξερε πού ήταν, το μέρος του ήταν εντελώς άγνωστο. Ένα απρόσωπο μέρος, άχρωμο, σιωπηλό σα νεκροταφείο. Κοίταξε τριγύρω του και είδε κάποιους ανθρώπους που μιλούσαν μεταξύ τους χωρίς όμως ν' ακούγονται οι φωνές τους.

Πώς είχε βρεθεί εδώ; Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τις τελευταίες στιγμές. Το αυτοκίνητο, εκείνη η στροφή και μια λάμψη. Κάποιος από το απέναντι ρεύμα είχε μπει στη λωρίδα του. Τί ανόητος, θα μπορούσε αυτός ο άνθρωπος να γίνει η αφορμή για ένα σοβαρό ατύχημα. Ευτυχώς ο Αλέξανδρος είχε στρίψει αστραπιαία. Και μετά... τί είχε γίνει μετά, δεν θυμόταν καθόλου.

Ξανακοίταξε τριγύρω του. Το μέρος εξακολουθούσε να είναι μουντό. Προσπάθησε να καταλάβει τί έκαναν αυτοί που ήταν τριγύρω του, τί περίμεναν. Όλοι έδειχναν να έχουν ένα απορημένο ύφος στο πρόσωπό τους, σα να μην ήξεραν γιατί είχαν βρεθεί εκεί.

Ο Λάμπης τίναξε τη στάχτη από το τσιγάρο του που είχε πέσει πάνω στο σακάκι του και προχώρησε προς την έξοδο του δωματίου.

Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε περιμένοντας μια κάποια κίνηση αβρότητας, ένα χαμόγελο έστω... στο κάτω-κάτω ο Λάμπης ήταν υπάλληλος του πατέρα του, του όφειλε κάποιο σεβασμό. Έπρεπε να του εξηγήσει τί γύρευε εκεί. Όφειλε να τον βοηθήσει να καταλάβει.

- Λοιπόν μπείτε σε μια γραμμή και ακολουθείστε με. Καταλαβαίνω ότι δεν ξέρετε τί γυρεύετε εδώ, θα σας τα εξηγήσω στον δρόμο. Ελάτε λοιπόν, κι εσύ αγόρι μου που με κοιτάζεις και χάσκεις...ναι, εσύ!

Ο Λάμπης έδειχνε προς τη μεριά του. Αυτόν έδειχνε. Κατάλαβε ότι οι άλλοι τον περίμεναν για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Αλλά, πού πήγαιναν;


Ο αστυνομικός κοίταξε προς τον χώρο του δυστυχήματος κουνώντας το κεφάλι του.

- Τζάμπα πάνε και σκοτώνονται, χαζό ατύχημα. Αυτά τα πλουσιόπαιδα με τα ακριβά αυτοκίνητα που νομίζουν ότι ο δρόμος είναι φτιαγμένος μόνο γι αυτά.

 
     

^