Οδοιπορικό στο «φανάρι της κυρά-Λένης»

Στ' αυτιά μου ακόμη αντηχεί η βαθιά του φωνή. Μακρινή, απόκοσμη. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να κυκλώνει το δάσος. Θα αναρωτιέστε πώς βρέθηκα εκεί τέτοια ώρα μιλώντας μ' έναν άγνωστο.

Είναι που ώρες-ώρες με πιάνει μια διάθεση να αφήσω το πηδάλιο της πορείας μου στη μοίρα και προχωράω χωρίς να ξέρω που πηγαίνω οπλισμένος μόνο με μια αδιευκρίνιστη βεβαιότητα μέσα μου ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία και κάποια στιγμή (ελπίζω όχι αργά!) θα καταλάβω τί ήταν αυτό που μ' έφερε στο συγκεκριμένο μέρος, τη συγκεκριμένη ώρα.

Μου είχαν μιλήσει βέβαια για το «φανάρι της κυρα-Λένης» που βρισκόταν κοντά στην κωμόπολη που βρέθηκα σε επαγγελματικό ταξίδι. Έτσι νωρίς το απόγευμα, όταν ξεμπέρδεψα με τις δουλειές έψαξα να βρώ την περιοχή όπου βρισκόταν αυτό το μυστήριο φανάρι, βασισμένος στις ασαφείς οδηγίες ενός παράξενου φίλου μου που με διαβεβαίωσε ότι -δε μπορεί!- θα το έβρισκα το μέρος «αν το αναζητούσα με καθαρή καρδιά».

Το βρήκα πράγματι λίγο πριν αρχίσει να νυχτώνει, χάρις σε ένα μυστηριώδη άνδρα απροσδιόριστης ηλικίας που, κατά σύμπτωση (;) βρέθηκε καθισμένος απέναντι από το «φανάρι της κυρά-Λένης». Μου έδειξε σαν να μιλούσε για το φυσικό πράγμα στην κόσμο:

- Νάτο, μπροστά σου είναι!

Ο παράξενος άνδρας μου έδειξε προς τον βράχο απέναντί του όπου ένα φανάρι έφεγγε.

Καλά κάνω και εμπιστεύομαι τη μοίρα μου, σκέφτηκα.

- Αυτό το φανάρι που βλέπεις είναι το φανάρι της κυρά-Λένης. Γι αυτό το φανάρι με ρώτησες.

- Ναι, το βλέπω. Είναι όμως πολύ δύσκολο να φτάσει κανείς μέχρι εκεί πάνω για να τα ανάψει.

Με κοίταξε με το απαξιωτικό ύφος ενός σκληραγωγημένου ανθρώπου του καθήκοντος όταν βλέπει απέναντί του έναν χαρτογιακά που στην πρώτη δυσκολία το βάζει κάτω και αναζητά δικαιολογίες για να την αποφύγει.

- Δύσκολο, ξεδύσκολο η κυρά-Λένη το ανάβει πάντα. Ποτέ δε μένει σβηστό το φαναράκι του παλικαριού.

Διαισθάνθηκα μια συγκίνηση στη φωνή του μυστηριώδους άνδρα. Παράξενο μερικές φορές, όταν η ευαισθησία συναντάει την τραχύτητα με αποτελέσματα που θα μπορούσαν να κάνουν έναν μύστη της ανθρώπινης ψυχής να εγκλωβιστεί.

Προσπάθησα για μια στιγμή να υπολογίσω πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που, σύμφωνα με το μύθο της περιοχής κάποιοι άνδρες από το διπλανό χωριό είχαν παραφυλάξει το γιό της κυρά-Λένης (παράξενο, κανείς ποτέ δεν ανέφερε το όνομά του, όλοι τον αποκαλούσαν ο «γιος της κυρά-Λένης») και τον σκότωσαν.

Άκουσα αρκετές, διαφορετικές ιστορίες. Άλλοι έλεγαν ότι το παλικάρι είχε κλεφτεί με την αδελφή ενός από αυτούς που τον παραφύλαξαν, άλλοι πάλι ότι είχαν κτηματικές διαφορές. Και τότε, φαίνεται, είχαν μπει στην ζωή των ανθρώπων τέτοιου είδους διαφορές σε μια χώρα που μόλις είχε πετάξει από επάνω της το ζυγό του κατακτητή και πελαγοδρομούσε χωρίς οργάνωση για να βρει τον δρόμο της. Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που άκουσα πάντως όταν προσπαθούσα να μάθω το λόγο του εγκλήματος μου το είπε μια γριά, απ' αυτές τις γριές που δε μιλάνε σχεδόν ποτέ σα να περιμένουν υπομονετικά να τελειώσει το λαδάκι της ζωής τους. Κι όταν μπαίνουν στη κουβέντα, σπάνια, πολύ σπάνια, εκστομίζουν ακατανόητα πράγματα για τους υπόλοιπους. Μια τέτοια γιαγιά άκουσε αυτά που συζητούσαμε στο καφενείο της πλατείας του διπλανού χωριού (τί γύρευε μια γριούλα στο καφενείο ποτέ δεν κατάλαβα!) και εξεδήλωσε την επιθυμία της να λύσει το μυστήριο:

- Το παλικάρι το χαλάσανε για να θυμίζει σε όλον τον κόσμο την αγάπη της μάνας που σιγοκαίει σαν κεράκι.

Κανείς δεν κατάλαβε τι εννοούσε η γριούλα ή τουλάχιστον αυτό έδειξαν. Γέλασαν όλοι οι άλλοι πελάτες του καφενείου με αυτό που είπε και την απομάκρυναν τρυφερά για να την πάνε να ξεκουραστεί.

Ούτε εγώ έδωσα ιδιαίτερη σημασία στα λόγια της, ξαναήρθαν όμως στη μνήμη μου την ώρα που συζητούσα με τον άγνωστο άνδρα δίπλα στο «φανάρι της κυρα-Λένης». Μου φαινόταν παράξενο που κανείς ποτέ δεν ανέφερε το όνομα του δολοφονημένου παλικαριού και όλοι μιλούσαν για το «φανάρι της κυρα-Λένης» σα να ήταν έναν άγνωστο μνημείο κρυμμένο μέσα στο δάσος, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των κακόπιστων που θα είχαν διάθεση να ειρωνευτούν αυτήν την ιστορία, που μάλλον σαν μύθος έφτανε στ' αυτιά των συγχρόνων πολιτών της σύγχρονης κοινωνίας... αν έφτανε ποτέ!

- Ποτέ δε μένει σβηστό το φαναράκι του παλικαριού. Βρέξει, χιονίσει, το κεράκι του είναι πάντα αναμμένο. Γιατί το άξιζε το παλικάρι αυτό που κάνει η μάνα του, η κυρά-Λένη.

- Δεν έχω ακούσει πολλά πράγματα γι αυτόν. Αλλά πάνε πολλά χρόνια από τότε που τον σκότωσαν, έτσι δεν είναι;

Ο άνδρας δε μου απάντησε. Έμοιαζε απορροφημένος στις σκέψεις του. Κάθε τόσο κοίταζε το φανάρι που -τουλάχιστον την ώρα που βρέθηκα εγώ εκεί ήταν αναμμένο- και κουνούσε το κεφάλι του.

Θα ορκιζόμουν ότι τον άκουσα να μονολογεί...

- Να σας ρωτήσω κάτι;

- Ότι θέλεις να με ρωτήσεις, παιδί μου.

- Πώς είναι δυνατόν το φανάρι αυτό να είναι πάντα αναμμένο αλλά κανείς ποτέ να μην έχει δει αυτόν που το ανάβει;

- Μα, η κυρά-Λένη το ανάβει!

Με κοίταξε αυστηρά, με ένα προσβεβλημένο ύφος. Τά 'χασα και ένιωσα ότι επιχειρήματα της μορφής «η κυρά-Λένη πρέπει να έχει πεθάνει εδώ και πάνω από 180 χρόνια» δε θα είχαν καμιά αξία.

Λοιπόν, εκτός από αυτή τη διάθεση που σας είπα πριν ότι έχω να προχωράω κάποιες στιγμές στη ζωή μου χωρίς να ξέρω που πηγαίνω αλλά να έχω μια αδιευκρίνιστη βεβαιότητα μέσα μου ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία έχω και κάτι ακόμα που με χαρακτηρίζει. Θα μπορούσα να το αποκαλέσω «μεταφυσική συνειδητοποίηση πότε δεν πρέπει να χρησιμοποιώ λογικά επιχειρήματα στις συζητήσεις μου με κάποιους παράξενους αγνώστους»... κάπως έτσι τέλος πάντων!

Ξανακοίταξα προς τη μεριά του φαναριού. Μετά ξαναέστρεψα το βλέμμα μου προς την μεριά του άνδρα: εξακολουθούσε να κάθεται μπροστά στο ύψωμα όπου βρισκόταν το φανάρι, σαν φύλακας πιστός. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά, δεν μπορούσα να καταλάβω τί νόημα θα είχε να παραμείνω εκεί.

- Εγώ κύριε.....

- Τον άφησα να μου συμπληρώσει το όνομά του, αλλά δεν έδειξε καμιά διάθεση να το κάνει.

- Εγώ κύριε λέω να φύγω. Νύχτωσε και πρέπει να σηκωθώ νωρίς αύριο. Ήθελα απλώς, μια που πέρασα από την περιοχή να δώ αυτό το «φανάρι της κυρά-Λένης» που μου το ανέφεραν σαν αξιοθαύμαστο πράγμα κάτι φίλοι μου.

- Κατάλαβες τίποτε απ' αυτό που είδες;

Η ερώτησή του με αιφνιδίασε! Τι πάει να πει αν είχα καταλάβει τίποτα; Κι εξάλλου τί να καταλάβω κοιτάζοντας ένα φανάρι που ήταν χωμένο μέσα σε ένα ύψωμα στη μέση του πουθενά που το άναβε μια μητέρα - μια γυναίκα που λες και ήταν αόρατη- για να κρατά ζωντανή τη μνήμη του γιού της; Α, και κάτι ακόμα! Που η γυναίκα αυτή πρέπει, σύμφωνα με κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς να είχε πεθάνει πριν από 180 χρόνια; Και επίσης κανείς δεν την είχε δει ποτέ την ώρα που το άναβε (εγώ τουλάχιστον δεν γνώρισα κανέναν που να την είχε δει την ώρα που το άναβε...) αλλά με έναν ακατανόητο τρόπο το φανάρι σιγόκαιγε πάντα...

- Δεν ξέρω κύριέ μου τί θα μπορούσα να καταλάβω, για να είμαι ειλικρινής. Πάντως σας ευχαριστώ πολύ που με βοηθήσατε να βρω αυτό το μέρος, αφού το 'χα βάλλει στόχο..

- Να είσαι καλά, αγόρι μου. Αν ξαναπεράσεις από την περιοχή, έλα να μας βρεις. Εδώ θα είμαστε...

Μια στιγμή! Να «μας» βρεις; Θα «είμαστε» ; Ποιοί θα είναι; Εγώ μόνο έναν είδα και μάλιστα αρκετά παράξενο, πρέπει να ομολογήσω!

Αισθάνθηκα μια ανατριχίλα. Απομακρύνθηκα βιαστικά από το μέρος. Σε μια προσπάθεια να εκμαιεύσω την τελευταία στιγμή μια απάντηση που θα εξηγούσε τα ανεξήγητα την ώρα που ετοιμαζόμουν να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου μου για να φύγω οριστικά, ξαναγύρισα προς την μεριά του για τα τελευταία μου λόγια.

Ξέχασα να σας πώ! Εκτός από αυτή τη διάθεση που έχω να προχωράω κάποιες στιγμές στη ζωή μου χωρίς να ξέρω που πηγαίνω οπλισμένος μια αδιευκρίνιστη βεβαιότητα μέσα μου ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία και το άλλο που σας περιέγραψα σαν «μεταφυσική συνειδητοποίηση πότε δεν πρέπει να χρησιμοποιώ λογικά επιχειρήματα στις συζητήσεις μου με παράξενους αγνώστους», έχω κι άλλο ένα χαρακτηριστικό: όταν αισθάνομαι ανίκανος να καταλάβω κάτι που ο απέναντί μου που δε μου γεμίζει το μάτι δείχνει να βιώνει και να αντιλαμβάνεται απόλυτα, γίνομαι κάπως μνησίκακος!

Κοίταξα λοιπόν με μια μικρή -αλλά ικανή!- δόση ειρωνείας τον άγνωστο άνδρα που είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο φανάρι που έκαιγε απέναντι και του είπα με προσποιητό ενδιαφέρον:

- Αν δείτε την κυρά-Λένη όταν θα έρθει να ξανα-ανάψει το φανάρι, σας παρακαλώ να της δώσετε τους χαιρετισμούς μου.

Πέρασαν αρκετά χρόνια από εκείνο το βράδυ. Το μυαλό μου έχει πολτοποιήσει τις αναμνήσεις, απομακρύνοντας όλες εκείνα τα σημεία που θα μπορούσαν μου δημιουργούν αμηχανία. Θα ορκιζόμουν όμως ότι τον άκουσα να μονολογεί την ώρα που έβαζα μπροστά την μηχανή του αυτοκινήτου:

- Θα τη δώ, πώς δε θα την δώ; Κόρη μου, είναι η Λένη, είναι δυνατόν να μην την δώ;

 

^