Από το άκρο της πόλης
Όταν η τέχνη γίνεται επάγγελμα και το επάγγελμα γίνεται τέχνη

Κοίταξε κάτω. Η πλαγιά απλωνόταν μπροστά στα μάτια του.

Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ήταν αποφασισμένος να κάνει το λυτρωτικό πήδημα που θα γέμιζε δροσιά την πιο στεγνή περίοδο της ζωής του. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς μελοδραματικούς τελευταίους αποχαιρετισμούς, προχωρούσε προς το πεπρωμένο του. Ήταν έτοιμος να τσαλακώσει τη ζωή του και να την πετάξει στα σκουπίδια, σαν πρόχειρο αρχιτεκτονικό σχέδιο που δεν αρέσει καθόλου στον δημιουργό του. Τον τελευταίο καιρό, αυτό του συνέβαινε όλο και πιο συχνά στη δουλειά του ως αρχιτέκτονα. Είτε οι αισθητικές αντιλήψεις της εποχής του άλλαξαν απότομα και αυτό τον αιφνιδίασε ή αυτός είχε πολύ καιρό να αφουγκραστεί τα ρεύματα της εποχής, παρασυρμένος από μια αναίτια ευφορία.

Κοιτάζοντας την πόλη από ψηλά, αισθάνθηκε σαν ξένος... σαν παράτερος ξένος που ασφυκτιούσε σ' έναν τόπο πολύ οικείο αλλά εντελώς άγνωστο. Είχε προετοιμάσει τους συνεργάτες του γι αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Αλλά δεν τους είχε πει όλη την αλήθεια. Τους μίλησε για ένα μεγάλο θαραλέο άλμα που σχεδίαζε προσεκτικά επί αρκετό καιρό, αλλά κανένας τους δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι εννοούσε το πήδημα στο κενό που δεν έχει επιστροφή. Αλλά δεν είχε κανένα λόγο να τους πει περισσότερα, να τους κάνει να του ζητήσουν να το σκεφτεί πάλι, να προβούν σε θεατρινίστικες κινήσεις προκειμένου να του αλλάξουν τη γνώμη.

Όταν κάποιος φωνασκεί για μια τέτοια απόφαση, σημαίνει ότι δεν είναι στην πραγματικότητα αποφασισμένος, αυτό πίστευε. Γι αυτό και ο ίδιος δεν είχε συζητήσει με κανένα γι αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει. Όχι ότι θα έκανε κανείς προσπάθεια από αληθινό ενδιαφέρον να τον αποτρέψει. Απλά, βαριόταν όσο τίποτ' άλλο τις ψεύτικες προσπάθειες ανθρώπων που του ήταν παγερά αδιάφοροι (ούτε καν αντιπαθείς!) να τον κάνουν ν' αλλάξει γνώμη. Ούτε θα λυπόταν κανείς για τον χαμό του, ούτε κανείς θα ανακουφιζόταν αν άλλαζε τη γνώμη του και ματαίωνε το πήδημα στο κενό.

Πλησίασε στην άκρη του υψώματος και έμεινε εκεί για λίγο, μια ανάσα πριν από το πιο σημαντικό βήμα στη ζωή του. Εκείνη την ώρα, είχε βρει τη δύναμη ν' ακούσει των ουρανών τη σιγαλιά (*). Σα να είχαν συνωμοτήσει όλες οι δυνάμεις της φύσης για να τον αφήσουν να συγκεντρωθεί σε αυτή τη στιγμή απερίσκεπτος.

Λίγο πριν από τη συνάντησή του με τον τελικό προορισμό, λίγο πριν βρει την απάντηση στη μεγάλη ερώτηση που απασχολεί όλον (;) τον κόσμο, αισθάνθηκε μια ανθρώπινη παρουσία.

Κοίταξε τριγύρω του αλλά δεν είδε κανένα.

- Είναι κανείς εκεί;

Το ένστικτό του δεν τον γελούσε, αλλά τα μάτια του δεν του έδιναν την απόδειξη αυτής της ανθρώπινης παρουσίας που τόσο έντονα ένιωθε. Ένα αεράκι που φύσηξε τον έκανε να ανατριχιάσει, χωρίς να μπορεί να καταλάβει αν αυτό οφειλόταν στον επερχόμενο θάνατο ή στην παρουσία κάποιου άλλου που δε μπορούσε να διακρίνει.

- Κοιτάζεις κάτω; Αγναντεύεις την Πόλη από το άκρο της; Κι εγώ το κάνω πολύ συχνά, όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό.

Μια φωνή τόσο κοντινή, σα να του μιλούσε κάποιος που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. Ξανακοίταξε για να βεβαιωθεί: ήταν μόνος πάνω στον Ιερό Βράχο. Αυτό εξάλλου επεδίωκε, ακόμα κι αν για να το πετύχει χρειάστηκε να κρυφτεί από τον επιστάτη του χώρου, όπως έκανε πριν από πολλά-πολλά χρόνια στην αυλή του σχολείου όταν ήταν μπόμπιρας...

- Λοιπόν, θα μου μιλήσεις;

- Δεν έχω πρόβλημα να σου μιλήσω, απλά δε μου αρέσει να μιλάω με σκιές... και μάλιστα εσύ δεν είσαι καν σκιά, σε ακούω, αλλά δε σε βλέπω.

- Δεν είναι αυτός λόγος να μη μου μιλήσεις. Ίσως έχεις ανάγκη μια τέτοια επαφή πριν κάνεις αυτό που έχεις βάλει στο μυαλό σου.

- Πώς ξέρεις τί έχω βάλει στο μυαλό μου;

- Αυτό φαίνεται, για ποιον άλλο λόγο θα μπορούσε κάποιος να στέκεται στην άκρη αυτού του υψώματος κοιτάζοντας κάτω, χωρίς να φοβάται μήπως ζαλιστεί και χάσει την ισορροπία του;

- Ωραία, ας υποθέσουμε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συζήτηση. Για ποιο θέμα θα μπορούσαμε να συζητήσουμε;

- Μα για τι άλλο; Γι αυτό που μας ενώνει! Την τέχνη.

- Την τέχνη που γίνεται επάγγελμα ή το επάγγελμα που γίνεται τέχνη;

- Ο χώρος που βρισκόμαστε με κάνει να κλίνω μάλλον προς το δεύτερο.

- Δεν έχω καθαρό μυαλό αυτή την ώρα για να προσπαθήσω να καταλάβω ποιος είσαι...ή μάλλον τι είσαι. Κάνω μια τρελή σκέψη, αλλά προτιμώ να την αφήσω στην άκρη. Ωραία, ας μιλήσουμε για το επάγγελμα που γίνεται τέχνη. Σε βεβαιώνω ότι οι καιροί οι δικοί μου δεν βοηθούν την δημιουργία που γίνεται για να υπηρετήσει την τέχνη...

- Το πρόβλημα με τα έργα της εποχής σου είναι ότι δεν έχουν αίσθηση του σκοπού. Κατασκευάζονται απλά και μόνο από ματαιοδοξία των δημιουργών τους, χωρίς να λαμβάνει κανείς απ΄ αυτούς υπόψιν του το τί θα προσφέρει το έργο στην κοινωνία του, εκείνη τη στιγμή και παντοτινά.

- Δηλαδή στη δική σου εποχή δεν υπήρχε καμία ματαιοδοξία;

- Βεβαίως και υπήρχε! Αλλά πίσω από τη ματαιοδοξία ενός ανθρώπου, υπήρχε κάτι πολύ μεγαλύτερο που τα σκέπαζε όλα: η διακαής επιθυμία, η άσβεστη ανάγκη να μείνει κάτι που θα ατενίζουν όλοι, λίγο μετά, πολύ μετά, για πάντα, δεν ξέρω, με δέος και θα τους γεννά συναισθήματα που θα τους σηκώνουν προς τον ουρανό για να συναντήσουν τους Θεούς... ή τον Θεό!

- Ακόμα κι αν πίσω από όλα αυτά κρύβεται η ανάγκη του ενός να αναδείξει τον εαυτό του;

- Μα αναδεικνύει τον εαυτό του πρόσκαιρα με ένα μεγάλο έργο. Και μετά, σιγά-σιγά, σβήνει η εικόνα του μπροστά από το έργο και μένει το ίδιο το έργο περήφανο, κι αυτός, ο ταπεινός φθαρτός υπηρέτης του έργου, έχει φύγει παντοτινά. Έτσι γίνεται πάντα.

- Και οι κατηγορίες; Οι φωνές;

- Καταλαβαίνω τί εννοείς... αυτά υπήρχαν πάντα και πάντα θα υπάρχουν. Φωνές ότι αυτό το έργο στολίζει την πόλη «ως αλαζόνα γυναίκα με λίθους πολυτελείς και ναούς χιλιοτάλαντους». Ξέρεις, πρέπει να αναλαμβάνεις την ευθύνη σου.

- Απέναντι σε αυτόν που σου αναθέτει το έργο;

- Απέναντι στην Ιστορία!

- Πολύ πομπώδες αυτό! Δεν ξέρω για εσένα, πάντως εγώ δε μπορώ σε καμία περίπτωση να με φανταστώ να αναλαμβάνω κάποια ευθύνη απέναντι στην Ιστορία.

- Όταν έχεις την αίσθηση ότι κάνεις κάτι θεϊκό, ότι γίνεσαι ένας μικρός θεός, πρέπει να αναλαμβάνεις το βάρος των πράξεών σου και να κλείνεις τ΄ αυτιά σου.

- Δεν καταλαβαίνεις όμως πάντα πότε κάνεις κάτι το θεϊκό.

- Το καταλαβαίνεις, αλλά δεν έχεις τη δύναμη να το πιστέψεις. Και τότε, τ' αφήνεις να χαθεί μέσα από τα χέρια σου.

- Χάνεται για πάντα;

- Όχι όλα, όχι για πάντα. Κάποιος άλλος, κάπου αλλού, κάποια άλλη στιγμή το σηκώνει από εκεί που σου έπεσε και το συνεχίζει. Σε διαφορετικό ίσως σχήμα, σε άλλη μορφή, αλλά είναι το ίδιο δημιούργημα.

- Μερικά όμως δεν βρίσκουν το δρόμο τους.

- Κι αυτό, θεϊκό είναι. Η απώλεια, η μη δημιουργία εν προκειμένω, είναι ισάξια της δημιουργίας. Είναι στην πραγματικότητα δύο δυνάμει ισοδύναμα δημιουργήματα. Σε εμένα έλαχε να σηκώσω ένα τεράστιο δημιούργημα και να το ολοκληρώσω. Φύσηξαν ούριοι οι άνεμοι και με έσπρωξαν προς ένα μεγάλο έργο που θα μείνει για πάντα.

- Ωραία τα λες, αλλά δε με βοηθάς στη καμπή της ζωής μου που βρίσκομαι τώρα. Περίεργο, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να καταλάβω από πού ήρθες, τί γυρεύεις εδώ και πώς μιλήσαμε τόση ώρα. Αλλά χάρηκα που είπα τις τελευταίες μου κουβέντες με ένα συνάδελφο, ακόμα κι αν δε σε είδα. Με λένε Μίλτο. Από το «Μιλτιάδης».

- Κι εγώ χάρηκα. Το δικό μου όνομα, με βάση την σύντμηση των ονομάτων στην οποία αρέσκεστε στην εποχή σου, είναι Τίνος. Από το «Ικτίνος».

Την ώρα που ο Μίλτος έκανε το μεγάλο βήμα στο κενό, μια σκέψη εμφανίστηκε δειλά στο μυαλό του. Μια σκέψη που δεν πρόφτασε ποτέ να αναλύσει: «Ικτίνος... αρχιτέκτων... στην Ακρόπολη»

(*) «να 'χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά» (Κ. Βάρναλης)

Λίγα λόγια για τον Παρθενώνα
Ο Παρθενώνας αναγνωρίζεται ως η τελειότερη έκφραση της έκφρασης του πνεύματος της εποχής της Ελλάδας των κλασσικών χρόνων.
Μετά τις νίκες των Ελλήνων στις Πλαταιές και την Μυκάλη (479 π.Χ.), η Σπάρτη δε θέλησε να συνεχίσει τους αγώνες κατά των Περσών. Αντίθετα η Αθήνα, που διατηρούσε ένα αξιόμαχο στρατό και έναν ισχυρό στόλο, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και έγινε η μεγάλη δύναμη στο Αιγαίο. Έτσι συγκροτήθηκε η Αθηναϊκή Συμμαχία (488/7 π.Χ.) που απομάκρυνε τους Πέρσες από τη Θράκη και τις Ιωνικές ακτές. Αυτές οι εξελίξεις και η συγκατάθεση πολλών μελών της συμμαχίας να συνεισφέρουν χρήματα αντί να εκστρατεύουν, εξασφάλισε στην Αθήνα πρωτοφανή δύναμη και μεγάλο πλούτο. Την ίδια εποχή, άνοιξε ο δρόμος στην Αθήνα σε έναν ιδιοφυή αριστοκράτη, τον Περικλή, ο οποίος αναδείχτηκε σε ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης. Σκοπός του Περικλή ήταν να επιβάλλει την Αθήνα όχι μόνο ως στρατιωτικοπολιτική δύναμη αλλά και ως «παίδευσιν της Ελλάδος». Γι' αυτό αποφάσισε την ανέγερση μνημείων που θα την δόξαζαν. Υπήρχε όμως ένας ακόμη λόγος για την απόφαση να προχωρήσει σε αυτά τα έργα: οι εργασίες της Ακρόπολης ήταν στην πραγματικότητα ένα τεράστιο για την εποχή του πρόγραμμα δημοσίων έργων, το οποίο θα εξασφάλιζε απασχόληση στους ανέργους και ομαλότερη κατανομή του πλούτου στους Αθηναίους. Αυτός ήταν ο λόγος που συμμετείχαν στο έργο κυρίως ελεύθεροι πολίτες και όχι δούλοι.
Οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης και ο γλύπτης Φειδίας ανέλαβαν τη γενική εποπτεία των έργων. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό: ο Παρθενώνας είναι ο μεγαλύτερος δωρικός ναός του ελληνικού κόσμου που ολοκληρώθηκε και ο μοναδικός που κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από μάρμαρο. Είναι το μοναδικό κτίσμα στο οποίο εφαρμόστηκαν με τον πληρέστερο τρόπο οι τεχνικές λάξευσης του μαρμάρου με σχολαστική ακρίβεια, πράγμα που επιβάρυνε ιδιαίτερα το κόστος κατασκευής. Επίσης κόστισαν πολύ ο ασυνήθιστα πλούσιος γλυπτικός του διάκοσμος και τα πολύτιμα υλικά που χρειάστηκαν για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς.
Ένα τυπικό ελληνικό χαρακτηριστικό έκανε την εμφάνισή του τότε: ο φθόνος των πολιτικών αντιπάλων του Περικλή, οι οποίοι υποκίνησαν ταραχές. Τον κατηγόρησαν ότι ξοδεύει τα «κοινά των Ελλήνων χρήματα» σε έργα βιτρίνας που εξευτελίζουν την Ελλάδα, αφού οι αναγκαίες για τον πόλεμο εισφορές δίνονταν για να χρυσοστολίζουν την Αθήνα «ως αλαζόνα γυναίκα, με λίθους πολυτελείς και ναούς χιλιοτάλαντους». Θύμα της κατακραυγής και των λαϊκών δικαστηρίων ήταν ο στενός συνεργάτης του Περικλή, Φειδίας, ο οποίος φυλακίστηκε ή, κατ' άλλες πληροφορίες, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη πριν προλάβει να ολοκληρώσει την διακόσμηση του ναού.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με απόψεις επιστημόνων και αρχιτεκτόνων της σημερινής εποχής, με την υπάρχουσα τεχνολογία θα ήταν αδύνατο να χτιστεί σήμερα ο Παρθενώνας στα εννέα μόνο χρόνια που τον έκτισαν οι αρχαίοι. Ένα από τα μυστικά της κατασκευής ήταν η μεταλλουργία των λιθοξοϊκών εργαλείων και η απίστευτη επιδεξιότητα των αρχαίων λιθοξόων. Από την ποιότητα των ιχνών που άφησαν στα μάρμαρα, φαίνεται ότι τα εργαλεία τους ήταν πολύ ανώτερα από τα σημερινά.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι πληροφορίες για την Ακρόπολη έχουν ληφθεί από άρθρο του
Δημήτρη Ζαχαράτου στο περιοδικό FOCUS (Απρίλιος 2001).

^