Ένατο Σημάδι:
Το μήνυμα στον Ουρανό

«Αυτή την γιαγιά, ποιος την έβαλε στη μέση ρε παιδιά; Να μπορούμε να περνάμε, σας έχω πει χίλιες φορές να μην παρατάτε τα φορεία στη μέση και μετά να φεύγετε».

Κοίταξε προς τη μεριά της γριάς. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ζαρωμένο πρόσωπο, παρατημένη στη μέση ενός βρώμικου διαδρόμου νοσοκομείου.

«Ποιος την άφησε εδώ τη γριά, πάρτε την από τη μέση... Με ακούς γιαγιά; τι να μ' ακούσει, έχει ήδη ανοιχτή γραμμή με τον ουρανό αυτή». Ο νοσοκόμος απομακρύνθηκε, αφήνοντας στη μέση του διαδρόμου το φορείο με την ηλικιωμένη.

Ο άντρας σηκώθηκε από τον πάγκο όπου περίμενε επί δυο -ίσως να ήταν και τρεις- ώρες. Όσο τ‘ αποτελέσματα των εξετάσεων του θείου του αργούσαν, τόσο βυθιζόταν σε ένα νωχελικό ταξίδι αναμονής, παρατηρώντας τα όσα συνέβαιναν στο νοσοκομείο που εφημέρευε.

Η ηλικιωμένη γυναίκα στο φορείο, παρατημένη στη μέση, χωρίς κανένας να της δίνει σημασία. Οι μόνοι που ασχολούνταν μαζί της -και αυτοί για λίγες μόνο στιγμές- ήταν οι νοσοκόμοι που πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας ασθενείς. Το φορείο με τη γυναίκα ήταν παρατημένο στη μέση, αυτό ήταν αλήθεια, και τους ενοχλούσε. Αντί όμως κάποιος να ασχοληθεί για λίγο με το πρόβλημα και να βάλει το φορείο στην άκρη, όλοι πέρναγαν βιαστικά, μουρμουρίζοντας και σπρώχνοντας το φορείο από τη μια γωνία του διαδρόμου στην άλλη.

Μια εικόνα απόλυτης εγκατάλειψης, μια βουβή κραυγή αγωνίας που τον έκανε να σηκωθεί και να ρίξει το βλέμμα του προς την ηλικιωμένη. Άχαρος τρόπος να τελειώσεις τη ζωή σου, σκέφτηκε. Στα αζήτητα ενός δημόσιου νοσοκομείου, με τον κόσμο να στροβιλίζεται γύρω σου, σπρώχνοντας και φωνάζοντας.

Η ηλικιωμένη γυναίκα εξακολουθούσε να μένει ακίνητη πάνω στο φορείο. Σα τοπίο νεκρής φύσης, ακίνητης. Μια ανακολουθία μέσα στο γεμάτο οχλαγωγία περιβάλλον του νοσοκομείου. Σαν ωκεανός γαληνεμένος, που όσο τον κοίταζε ξεχνιότανε. Και ξαφνικά, στη μέση του ωκεανού, ένα χέρι που προσπάθησε να σηκωθεί. Ένα γέρικο, αδύναμο χέρι, που λες και ήθελε να ειδοποιήσει ότι η ώρα της αναχώρησης είχε φθάσει.

Κοίταξε τριγύρω του συνωμοτικά. Κανείς δεν του έδινε σημασία, όλοι ήταν παρασυρμένοι από τα προσωπικά τους δράματα. Μόνος, κατάμονος σε μια αίθουσα δημόσιου εφημερεύοντος νοσοκομείου...

Πλησίασε την ηλικιωμένη. Έσκυψε προς τη μεριά της γυναίκας, βάζοντας το αυτί του στο πρόσωπό της, μήπως ακούσει κάποιον ήχο... η αναπνοή της γυναίκας ήταν σβησμένη, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν έτοιμη για το Μεγάλο Πέρασμα.

«Το έχω πει δέκα φορές, πάρτε την γριά από τη μέση, δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας. Ποιος την έφερε; Υπάρχει κάποιος συγγενής της;» Ο νοσοκόμος μιλούσε με κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς να προσέξει τον άνδρα που είχε σκυμμένο το πρόσωπό του προς τη μεριά της γυναίκας. «Εσείς κύριε, είστε συγγενής της κυρίας εσείς;» Το ύφος του νοσοκόμου είχε αλλάξει.

«Ναι, ναι, είμαι συγγενής της.» Έσφιξε τα χέρια του στο φορείο με τον αέρα του ιδιοκτήτη του οριοθετεί την περιουσία του.

«Έλα ρε φίλε, δεν με ακούς τόση ώρα που φωνάζω; Πάρτην από τη μέση.»

Τραβήχτηκε σε μια γωνία με το φορείο. Η ηλικιωμένη γυναίκα του ανήκε, όλοι πλέον το αναγνώριζαν, ακόμα κι αν κανείς δεν του έδινε σημασία. Ήταν δική του, κανείς άλλος εξάλλου δεν την διεκδίκησε.

Το χέρι της ηλικιωμένης είχε γείρει σα δέντρο που δεν άντεχε τον αέρα. Λύγισε φαίνεται από το βάρος του επερχόμενου τέλους. Είχε όμως στείλει το αποχαιρετιστήριο μήνυμα στον κόσμο. Είχε ειδοποιήσει και τώρα έφευγε.

Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι της ηλικιωμένης γυναίκας και της χάιδεψε τα μαλλιά. Μια γιαγιά, αυτό ήταν. Μια γιαγιά που έκλεινε το κύκλο της, αν δηλαδή δεν τον είχε κλείσει ήδη.

Η ηλικιωμένη, σα να τον ένοιωσε, προσπάθησε να ξανασηκώσει το χέρι της. Έκανε μια μικρή προσπάθεια και μετά παραδόθηκε.

«Ζει ακόμα» σκέφτηκε ο άντρας. Η ιδέα της ζωής, μπροστά στον θάνατο που βρισκόταν προ των πυλών, του φάνηκε συγκλονιστική. Αυτό το μαζεμένο γέρικο χεράκι, είχε ακόμα ζωή μέσα του. Λίγη, αλλά πάντως ζωή.

Μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό του. Το είχε ξανασκεφτεί αλλά την τελευταία στιγμή, πάντα δίσταζε να το κάνει. Ίσως δεν ήταν δειλία, ίσως ήταν ντροπή. Αυτή η γυναίκα όμως, ήταν η ιδανική ευκαιρία.

Πλησίασε το πρόσωπό του στο αυτί της ηλικιωμένης και της ψιθύρισε κάτι. Καμία αντίδραση. Ξανά, ξανά. Ίσως τον ακούσει.


«Εντάξει, αφήστε την εδώ. Όλο το βράδυ να μείνει εδώ, να δούμε τι θα καταλάβετε». Ο νοσοκόμος σταμάτησε και κοίταξε προς τη γυναίκα. Για πρώτη φορά, στο πρόσωπό του φάνηκε μια μικρή, πολύ μικρή, απόχρωση ανθρωπιάς. «Μάλλον τη χάσαμε τη γιαγιάκα. Σας τάλεγα εγώ, αλλά κανένας δεν έδινε σημασία. Πού είναι εκείνο το παλικάρι που είπε ότι είναι συγγενής της;».

Ο νοσοκόμος απομακρύνθηκε σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, σα να προσπαθούσε να δείξει στον Ουρανό ότι δεν ήταν δική του ευθύνη γι αυτό που είχε συμβεί. Ή μήπως ήταν μια συγγνώμη, για να γλυκάνει τις τύψεις του, που είχε αφήσει την γυναίκα επί τόσες ώρες στον διάδρομο του νοσοκομείου, φωνάζοντας και δίνοντας οδηγίες, δεξιά και αριστερά, χωρίς όμως να κάνει ο ίδιος μια κίνηση;

Ο άντρας ξεπρόβαλε πίσω από μια πόρτα. Παράξενο, αισθανόταν σα να είχε χάσει μια μακρινή συγγενή του. Πλησίασε προς το άψυχο κορμάκι της γιαγιάς, κοιτάζοντας και πάλι ερευνητικά γύρω του. Πάλι, κανείς δεν τον κοίταζε, ούτε εξάλλου και την γριά που την είχαν εγκαταλείψει -ποιοι άραγε;- τόσες ώρες μόνη στον παγωμένο διάδρομο. Κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί της, στην πιο ιερή ίσως στιγμή της ζωής: το θάνατο. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι, δεν υπάρχει λόγος να έχει κανείς ακροατήριο σε μια τόσο προσωπική στιγμή...

Ο άντρας αισθάνθηκε σα συνωμότης. Είχα ζητήσει κάτι από τη γριά, κάτι που πολλές φορές είχε σκεφτεί να κάνει, αλλά πάντα δίσταζε.


Η εικόνα της ηλικιωμένης γυναίκας ερχόταν στο μυαλό του τις επόμενες μέρες. Δεν ήταν γι αυτόν η γιαγιά που ποτέ δεν γνώρισε, όχι. Άλλος ήταν ο ρόλος της γυναίκας στη συνείδησή του. Η γυναίκα ήταν ο αγγελιοφόρος ενός μηνύματος στην άλλη πλευρά.

Πολλές φορές σκέφτηκε να ζητήσει σε δικούς του ανθρώπους αυτό που ζήτησε και στην άγνωστη του νοσοκομείου. Αλλά πάλι, μπορείς να πεις στα καλά καθούμενα σε κάποιον ότι τον έχουν ξεγραμμένο και τον περιμένουν; Μπορείς να του ζητήσεις να μεταφέρει ένα μήνυμα στον αγαπημένο σου που έχει φύγει; Δε μπορείς, όσο θρασύς κι αν είσαι.

Η υπόθεση του θύμιζε πάντα τις ατέλειωτες λίστες με τις παραγγελιές γνωστών και φίλων (;) πριν από κάποιο μεγάλο του ταξίδι. Ήταν μια κίνηση που την θεωρούσε αγένεια και κακοχαρακτήριζε αυτόματα όποιον είχε το θράσος να του ζητήσει κάτι. Έχεις τις έννοιες σου και το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι να σου προσθέτουν και μια ακόμα. Όχι, ποτέ δεν καταδέχτηκε να ζητήσει οτιδήποτε σε κάποιον που έφευγε για ταξίδι και ποτέ δεν αξιώθηκε να κάνει τέτοιου είδους θέλημα. Για κανέναν. Και στην επιστροφή, είχε πάντα μια χαμογελαστή δικαιολογία για καθυστερημένα αεροπλάνα, χαμένα πορτοφόλια και έλλειψη χρόνου.

Αλλά αυτήν την φορά, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχε πλάσει με τη φαντασία ένα ολοκληρωμένο σενάριο, εκλαμβάνοντας το χέρι που σήκωσε η ηλικιωμένη γυναίκα σαν μια ειδοποίηση. Σα να του έλεγε «φεύγω, αν έχεις κάποιο μήνυμα, δώστο μου τώρα, σε λίγο θα είναι αργά». Γιαυτό την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί εκείνα τα λόγια, ζητώντας της να τα μεταφέρει στον πατέρα του, Εκεί Ψηλά όταν θα έφτανε. «Είσαι καλά, πατέρα, εκεί πάνω;». Αυτό και τίποτ' άλλο.

Όταν σκεφτόταν ότι το θέμα έμοιαζε με παράνοια, απαντούσε στον εαυτό του ότι βρέθηκε τυχαία στο νοσοκομείο για εντελώς διαφορετικό λόγο, δεν είχε καν σκεφτεί ότι θα μπορούσε να στείλει ένα τέτοιου είδους μήνυμα στον Ουρανό και αυτή η γυναίκα ουσιαστικά είχε προσφερθεί να παίξει τον ρόλο του ταχυδρόμου. Και μάλιστα ήταν η ιδανική λύση, ούτε την προσέβαλε ούτε της αποκάλυψε κάτι για το μέλλον της που οι γιατροί της κρατούσαν σαν επτασφράγιστο μυστικό.

Τι σκέψεις κι αυτές... όχι, όχι δεν δεχόταν τον χαρακτηριστικό αρρωστημένες, μακάβριες ίσως ναι, αλλά όχι αρρωστημένες. Εξάλλου είχαν περάσει αρκετοί μήνες από το συμβάν και δεν είχε απάντηση από τον Ουρανό.

Τι είχαμε, τι χάσαμε, σκέφτηκε. Αρχίζουμε πάλι από την αρχή, με τις βασικές ερωτήσεις της μορφής «υπάρχει Ουρανός... Μετά;». Κι αν υπάρχει, μπορεί κάποιος να στείλει μήνυμα σε αυτόν τον προορισμό; Και πώς; Κι αν ο αποδέκτης λάβει το μήνυμα, μπορεί να απαντήσει; Κι αν μπορεί, θέλει, άραγε;

Μήπως η γριά δεν κατάλαβε τι της είχε πει; Μήπως δεν άκουσε; Και σε τελική ανάλυση, ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει ότι αυτή πήγε σ' αυτό που σχηματοποιούμε σαν Ουρανό, ίσως γιατί βρίσκεται ψηλά και είναι διάφανο....

Πάλι αυτές οι ατέλειωτες αναζητήσεις, αυτές οι απορίες που ποτέ δεν πρόκειται να απαντηθούν όσο κανείς βρίσκεται στη ζωή. Αυτό το ατέρμονο, διαρκώς επαναλαμβανόμενο ταξίδι, με τις ίδιες ερωτήσεις και τα ίδια κενά. Και, σε τελική ανάλυση, όλοι αυτοί που επιζητούν αυτές τις απαντήσεις, θέλουν να τις πάρουν, αδειάζοντας από εκείνο το σημείο και μετά τη ζωή από το νόημά της, την γλυκιά μεταφυσική αγωνία που μας συντηρεί; Μάλλον όχι, αλλά πάλι, απάντηση δεν είχε πάρει από Ουρανό κι έτσι, πάλι από την αρχή. Σαν να είχε εισπράξει κατάμουτρα μια άρνηση από μια γυναίκα που τον ενδιέφερε και μετά προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι, σε τελική ανάλυση, αυτή η γυναίκα δεν ήταν η κατάλληλη γι αυτόν. Οι νεκροί με τους νεκρούς κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Βολικό συμπέρασμα, μια μεγάλη αλήθεια. Δεν έχει, εξάλλου, σημασία πώς καταλήγει κανείς σ αυτήν, αρκεί να καταλήξει.


Θυμάσαι τότε που ήμασταν με τον πατέρα σου στο Λονδίνο για την εγχείριση; Εσύ ήσουν στο στρατό τότε, δεν ήσουν;

Ναι, στη Σάμο ήμουν. Πώς σου ήρθε αυτό ρε μάνα;

Έψαχνα χθες το βράδυ κάτι παλιές βαλίτσες και βρήκα μια κάρτα που σου είχε γράψει ο πατέρας σου. Δεν την είχα στείλει τη μέρα που μου την έδωσε, είπα να την στείλω την επόμενη, αλλά μετά, ξέρεις, μεσολάβησαν τα δυσάρεστα και φυσικά δεν είχε νόημα μα στην στείλω. Ούτε όταν γυρίσαμε είχε νόημα να στην δώσω. Ήμασταν όλοι πολύ φορτισμένοι, θυμάσαι...

Και την κράτησες όλα αυτά τα χρόνια! Την δική μου κάρτα! Την κάρτα που είχε γράψει ο πατέρας μου, ίσως τα τελευταία του λόγια! Ρα μάνα, πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, δεν το πιστεύω!

Μη με κάνεις να μετανιώσω που σου την δίνω. Πάρτην. Και να ξέρεις, είναι κλειστός ο φάκελος, δεν τον άνοιξα αυτά τα δέκα πέντε χρόνια.

'Αρπαξε τον κιτρινισμένο φάκελο από τα χέρια της γυναίκας. Αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του: «Στο γιο μου». Τα γράμματα μόλις που διακρίνονταν, μάλλον η αρρώστια είχε επενεργήσει και στον γραφικό του χαρακτήρα.

'Ανοιξε τον φάκελο με τρεμάμενα χέρια. Μέσα βρήκε μια απλή καρτ-ποστάλ από το Λονδίνο. Μια κατάμαυρη κάρτα πλημμυρισμένη από αγγλοσαξωνικό χιούμορ με τίτλο: «London by night». Την γύρισε από την άλλη της πλευρά:

Μην τους πιστεύεις, γεμάτο φως είναι. Ο μπαμπάς